κλαυσιάω: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλαυσιάω''': ἐφετ. τοῦ [[κλαίω]], ἐπιθυμῶ νὰ κλαύσω, τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ, ἡ μικρὰ [[θύρα]] μέλλει νὰ κλαύσῃ, δηλ. θὰ πάθῃ (ὡς τὸ κλαύσεται), [[ἐπειδὴ]] [[ἄνευ]] αἰτίας τρίζει, Ἀριστοφ. Πλ. 1099.
|lstext='''κλαυσιάω''': ἐφετ. τοῦ [[κλαίω]], ἐπιθυμῶ νὰ κλαύσω, τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ, ἡ μικρὰ [[θύρα]] μέλλει νὰ κλαύσῃ, δηλ. θὰ πάθῃ (ὡς τὸ κλαύσεται), [[ἐπειδὴ]] [[ἄνευ]] αἰτίας τρίζει, Ἀριστοφ. Πλ. 1099.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />crier <i>en parl. d’une porte qui grince</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κλαίω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαυσιάω Medium diacritics: κλαυσιάω Low diacritics: κλαυσιάω Capitals: ΚΛΑΥΣΙΑΩ
Transliteration A: klausiáō Transliteration B: klausiaō Transliteration C: klafsiao Beta Code: klausia/w

English (LSJ)

Desider. of κλαίω,

   A wish to weep, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κ. the door is like to weep, i.e. shall suffer for creaking, Ar.Pl. 1099.

German (Pape)

[Seite 1446] = Vorigem; weinerlich thun, Poil. 2, 64. Uebertr. von der knarrenden Thür, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ Ar. Plut. 1098.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυσιάω: ἐφετ. τοῦ κλαίω, ἐπιθυμῶ νὰ κλαύσω, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ, ἡ μικρὰ θύρα μέλλει νὰ κλαύσῃ, δηλ. θὰ πάθῃ (ὡς τὸ κλαύσεται), ἐπειδὴ ἄνευ αἰτίας τρίζει, Ἀριστοφ. Πλ. 1099.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
crier en parl. d’une porte qui grince.
Étymologie: κλαίω.