σταύρωσις: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σταύρωσις''': ἡ, ἡ τοποθέτησις σταυρωμάτων ἢ χαρακωμάτων, ἡ διὰ σκολόπων [[περίφραξις]], Θουκ. 7. 25. ΙΙ. [[προσήλωσις]] εἰς σταυρόν, [[ἀνασκολόπισις]], Ἐκκλ.
|lstext='''σταύρωσις''': ἡ, ἡ τοποθέτησις σταυρωμάτων ἢ χαρακωμάτων, ἡ διὰ σκολόπων [[περίφραξις]], Θουκ. 7. 25. ΙΙ. [[προσήλωσις]] εἰς σταυρόν, [[ἀνασκολόπισις]], Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’enclore de palissades.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρόω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταύρωσις Medium diacritics: σταύρωσις Low diacritics: σταύρωσις Capitals: ΣΤΑΥΡΩΣΙΣ
Transliteration A: staúrōsis Transliteration B: staurōsis Transliteration C: stayrosis Beta Code: stau/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A stockade, Th.7.25.

German (Pape)

[Seite 930] ἡ, das Einschlagen der Pfähle u. Befestigen mit Pallisaden, Thuc. 7, 25. – Die Kreuzigung, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

σταύρωσις: ἡ, ἡ τοποθέτησις σταυρωμάτων ἢ χαρακωμάτων, ἡ διὰ σκολόπων περίφραξις, Θουκ. 7. 25. ΙΙ. προσήλωσις εἰς σταυρόν, ἀνασκολόπισις, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’enclore de palissades.
Étymologie: σταυρόω.