κρέμβαλα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρέμβᾰλα''': τά, κρόταλα, [[ἅπερ]] εἶχον εἰς τοὺς δακτύλους αὑτῶν οἱ ὀρχούμενοι καὶ συνέκρουον αὐτὰ [[μετὰ]] ῥυθμοῦ πρὸς ὃν ἐγίνετο ἡ [[ὄρχησις]], νῦν ὀνομάζονται Τουρκιστὶ «ζίλια», Ἀθήν. 636C· πρβλ. [[κρόταλον]]. (Πρβλ. Λατ. crepare, crepundiae). | |lstext='''κρέμβᾰλα''': τά, κρόταλα, [[ἅπερ]] εἶχον εἰς τοὺς δακτύλους αὑτῶν οἱ ὀρχούμενοι καὶ συνέκρουον αὐτὰ [[μετὰ]] ῥυθμοῦ πρὸς ὃν ἐγίνετο ἡ [[ὄρχησις]], νῦν ὀνομάζονται Τουρκιστὶ «ζίλια», Ἀθήν. 636C· πρβλ. [[κρόταλον]]. (Πρβλ. Λατ. crepare, crepundiae). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />castagnettes.<br />'''Étymologie:''' DELG rac. expressive, cf. [[κρόταλον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
τά,
A castanets, Carm.Pop.3.
Greek (Liddell-Scott)
κρέμβᾰλα: τά, κρόταλα, ἅπερ εἶχον εἰς τοὺς δακτύλους αὑτῶν οἱ ὀρχούμενοι καὶ συνέκρουον αὐτὰ μετὰ ῥυθμοῦ πρὸς ὃν ἐγίνετο ἡ ὄρχησις, νῦν ὀνομάζονται Τουρκιστὶ «ζίλια», Ἀθήν. 636C· πρβλ. κρόταλον. (Πρβλ. Λατ. crepare, crepundiae).
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
castagnettes.
Étymologie: DELG rac. expressive, cf. κρόταλον.