τειχύδριον: Difference between revisions
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τειχύδριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τεῖχος]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 28. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 409. | |lstext='''τειχύδριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τεῖχος]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 28. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 409. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />petite fortification.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[τεῖχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of τεῖχος, X.HG2.1.28.
German (Pape)
[Seite 1082] τό, dim. von τεῖχος, Xen. Hell. 2, 1, 28, kleines Kastell.
Greek (Liddell-Scott)
τειχύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τεῖχος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 28. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 409.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite fortification.
Étymologie: dim. de τεῖχος.