πρωτόλεια: Difference between revisions
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτόλεια''': τά, ([[λεία]]) ὡς τὸ ἀκρόλεια, τὰ πρῶτα [[λάφυρα]] ἐν πολέμῳ, καὶ [[καθόλου]], οἱ πρῶτοι καρποί, ἀπαρχαὶ (πρβλ. προτέλεια), Λυκόφρ. 298, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 22, Φώτ., κλπ.· τὰ [[πρωτόλεια]] τῶν ἀνοσίων γάμων πραξάμενος Διον. Ἁλ. 4, 30, κτλ.· τῶν σῶν δὲ γονάτων [[πρωτόλεια]] [[θιγγάνω]] κτλ., ὡς ἀπαρχὰς τῆς ἱκετείας μου, Εὐρ. Ὀρ. 382· ‒ [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθετ., τὸ πρωτόλειον [[στέφος]] Λυκόφρ. 1228, πρβλ. Φώτ. | |lstext='''πρωτόλεια''': τά, ([[λεία]]) ὡς τὸ ἀκρόλεια, τὰ πρῶτα [[λάφυρα]] ἐν πολέμῳ, καὶ [[καθόλου]], οἱ πρῶτοι καρποί, ἀπαρχαὶ (πρβλ. προτέλεια), Λυκόφρ. 298, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 22, Φώτ., κλπ.· τὰ [[πρωτόλεια]] τῶν ἀνοσίων γάμων πραξάμενος Διον. Ἁλ. 4, 30, κτλ.· τῶν σῶν δὲ γονάτων [[πρωτόλεια]] [[θιγγάνω]] κτλ., ὡς ἀπαρχὰς τῆς ἱκετείας μου, Εὐρ. Ὀρ. 382· ‒ [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθετ., τὸ πρωτόλειον [[στέφος]] Λυκόφρ. 1228, πρβλ. Φώτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />première part d’un butin ; <i>en gén.</i> prémices.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[λεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
τά, (λεία)
A first spoils in war, and, generally, firstfruits, Lyc.298, f.l. for προτέλεια in J.AJ4.8.22; τὰ π. τῶν ἐμαυτοῦ σώστρων Jul.Ep.184; τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω, as the first act of my supplication, E.Or.382: sg.,= ἀπαρχή, Phot.:—as Adj., τὸ πρωτόλειον στέφος Lyc.1228.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόλεια: τά, (λεία) ὡς τὸ ἀκρόλεια, τὰ πρῶτα λάφυρα ἐν πολέμῳ, καὶ καθόλου, οἱ πρῶτοι καρποί, ἀπαρχαὶ (πρβλ. προτέλεια), Λυκόφρ. 298, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 22, Φώτ., κλπ.· τὰ πρωτόλεια τῶν ἀνοσίων γάμων πραξάμενος Διον. Ἁλ. 4, 30, κτλ.· τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω κτλ., ὡς ἀπαρχὰς τῆς ἱκετείας μου, Εὐρ. Ὀρ. 382· ‒ ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ., τὸ πρωτόλειον στέφος Λυκόφρ. 1228, πρβλ. Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
première part d’un butin ; en gén. prémices.
Étymologie: πρῶτος, λεία.