συνανάκειμαι: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνανάκειμαι''': Παθητ., [[ἀνάκειμαι]] [[ὁμοῦ]], [[συνανακλίνομαι]], παρὰ τὴν τράπεζαν ἐν τῷ δείπνῳ, ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς [[αὐτοῦ]] Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 10, κλπ. | |lstext='''συνανάκειμαι''': Παθητ., [[ἀνάκειμαι]] [[ὁμοῦ]], [[συνανακλίνομαι]], παρὰ τὴν τράπεζαν ἐν τῷ δείπνῳ, ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς [[αὐτοῦ]] Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 10, κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se mettre à table avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀνάκειμαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
Pass.,
A recline together at table, Ev.Matt.9.10, etc.
German (Pape)
[Seite 999] (s. κεῖμαι), mit daliegen, bes. mit zu Tische liegen, Matth. 9, 10; auch = mit geweih't sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνανάκειμαι: Παθητ., ἀνάκειμαι ὁμοῦ, συνανακλίνομαι, παρὰ τὴν τράπεζαν ἐν τῷ δείπνῳ, ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 10, κλπ.