ποριστής: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ πορίζων, ὁ παρέχων, π. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Θουκ. 8. 48· χρημάτων Εὐσ. παρὰ Στοβ. 1. 16, 24. 2) ἐν Ἀθήναις οἱ ποτισταὶ ἦσαν [[ἐπιτροπεία]] τις διοριζομένη πρὸς ἐξεύρεσιν ἐκτάκτων πόρων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1501, Ἀντιφῶν 147. 14. Δημ. 49. 18, πρβλ. Βöckh T. Ε. Ι. 223. 3) [[ὄνομα]] δι’ οὗ οἱ λῃσταὶ ἐκάλουν ἑαυτούς, οἱ λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10, (τὸ Γαλλικόν: chevaliers d’ industrie).
|lstext='''ποριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ πορίζων, ὁ παρέχων, π. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Θουκ. 8. 48· χρημάτων Εὐσ. παρὰ Στοβ. 1. 16, 24. 2) ἐν Ἀθήναις οἱ ποτισταὶ ἦσαν [[ἐπιτροπεία]] τις διοριζομένη πρὸς ἐξεύρεσιν ἐκτάκτων πόρων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1501, Ἀντιφῶν 147. 14. Δημ. 49. 18, πρβλ. Βöckh T. Ε. Ι. 223. 3) [[ὄνομα]] δι’ οὗ οἱ λῃσταὶ ἐκάλουν ἑαυτούς, οἱ λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10, (τὸ Γαλλικόν: chevaliers d’ industrie).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> qui procure, qui fournit, qui est l’auteur de ; [[οἱ]] πορισταί les administrateurs des fonds publics, <i>à Athènes, propr.</i> « fournisseurs <i>ou</i> pourvoyeurs du trésor »;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> qui cherche à se procurer des trésors, chevalier d’industrie.<br />'''Étymologie:''' [[πορίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποριστής Medium diacritics: ποριστής Low diacritics: ποριστής Capitals: ΠΟΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: poristḗs Transliteration B: poristēs Transliteration C: poristis Beta Code: poristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who supplies or provides, π. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Th.8.48; φύλαξ καὶ π. ἀλλοτρίων χρημάτων Eus.Mynd.24; δόξης Phld.Rh.2.53 S. (Comp.).    babs., money-maker, J.AJ19.2.5.    2 pl., at Athens, a financial board appointed to raise extraordinary supplies, Ar.Ra.1505, Antipho 6.49, etc.: hence metaph., τῶν χρημάτων αὐτοὶ ταμίαι καὶ π. D.4.33.    3 the name used by robbers of themselves, οἱ λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν Arist.Rh.1405a26.

German (Pape)

[Seite 683] ὁ, der Herbeischaffende, Verschaffende, ποριστὰς ὄντας καὶ ἐςηγητὰς τῶν κακῶν τῷ δήμῳ, Thuc. 4, 48. Bes. in Athen, der die Einkünfte des Staats zu vermehren sucht, eine Finanzbehörde (B. A. 294), Ar. Ran. 1501, Schol. erklärt πορολόγοι; so auch wohl Antiph. 5, 49 zu nehmen; vgl. Dem. 4, 33, τῶν χρημάτων αὐτοὶ ταμίαι καὶ πορισταὶ γιγνόμενοι. – Nach Arist. rhet. 3, 2, 10 οἱ μὲν λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν, Industrieritter.

Greek (Liddell-Scott)

ποριστής: -οῦ, ὁ, ὁ πορίζων, ὁ παρέχων, π. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Θουκ. 8. 48· χρημάτων Εὐσ. παρὰ Στοβ. 1. 16, 24. 2) ἐν Ἀθήναις οἱ ποτισταὶ ἦσαν ἐπιτροπεία τις διοριζομένη πρὸς ἐξεύρεσιν ἐκτάκτων πόρων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1501, Ἀντιφῶν 147. 14. Δημ. 49. 18, πρβλ. Βöckh T. Ε. Ι. 223. 3) ὄνομα δι’ οὗ οἱ λῃσταὶ ἐκάλουν ἑαυτούς, οἱ λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10, (τὸ Γαλλικόν: chevaliers d’ industrie).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui procure, qui fournit, qui est l’auteur de ; οἱ πορισταί les administrateurs des fonds publics, à Athènes, propr. « fournisseurs ou pourvoyeurs du trésor »;
2 en mauv. part qui cherche à se procurer des trésors, chevalier d’industrie.
Étymologie: πορίζω.