κρακτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρακτικός''': -ή, -όν, ([[κράζω]]) [[θορυβώδης]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 34, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 747· ὑπερθ. -ώτατος, Λουκ. Συμπ. 12.
|lstext='''κρακτικός''': -ή, -όν, ([[κράζω]]) [[θορυβώδης]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 34, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 747· ὑπερθ. -ώτατος, Λουκ. Συμπ. 12.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />criard;<br /><i>Sp.</i> κρακτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[κράζω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρακτικός Medium diacritics: κρακτικός Low diacritics: κρακτικός Capitals: ΚΡΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kraktikós Transliteration B: kraktikos Transliteration C: kraktikos Beta Code: kraktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (κράζω)

   A noisy, Luc. Gall.4, Sch.Ar.V.34, cj. in Tz. ad Hes. Op.744: Sup. -ώτατος Luc.Symp.12.

Greek (Liddell-Scott)

κρακτικός: -ή, -όν, (κράζω) θορυβώδης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 34, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 747· ὑπερθ. -ώτατος, Λουκ. Συμπ. 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
criard;
Sp. κρακτικώτατος.
Étymologie: κράζω.