δνοφώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δνοφώδης''': -ες, = [[δνοφερός]], Εὐρ. Τρῳ. 79 (κατὰ Δινδ. ἀντὶ γνοφώδη), Ἱππ. 308. 22˙ μεταγεν. γνοφ-, Πλούτ. 2. 949Α, κτλ. (Περὶ τῆς συγγενείας τοῦ [[δνόφος]], γνόφος, πρὸς τὰ [[κνέφας]], [[ζόφος]], ἀλλ’ οὐχὶ πρὸς τὸ [[νέφος]], ἴδε Κούρτ. σ. 657).
|lstext='''δνοφώδης''': -ες, = [[δνοφερός]], Εὐρ. Τρῳ. 79 (κατὰ Δινδ. ἀντὶ γνοφώδη), Ἱππ. 308. 22˙ μεταγεν. γνοφ-, Πλούτ. 2. 949Α, κτλ. (Περὶ τῆς συγγενείας τοῦ [[δνόφος]], γνόφος, πρὸς τὰ [[κνέφας]], [[ζόφος]], ἀλλ’ οὐχὶ πρὸς τὸ [[νέφος]], ἴδε Κούρτ. σ. 657).
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />sombre, obscur.<br />'''Étymologie:''' [[δνόφος]], -ωδης.
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δνοφώδης Medium diacritics: δνοφώδης Low diacritics: δνοφώδης Capitals: ΔΝΟΦΩΔΗΣ
Transliteration A: dnophṓdēs Transliteration B: dnophōdēs Transliteration C: dnofodis Beta Code: dnofw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = δνοφερός, E.Tr.79 (as Dind. for γνοφώδη), Hp.Morb.Sacr.16; later γνοφ- (q. v.).

German (Pape)

[Seite 651] ες, dunkel, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

δνοφώδης: -ες, = δνοφερός, Εὐρ. Τρῳ. 79 (κατὰ Δινδ. ἀντὶ γνοφώδη), Ἱππ. 308. 22˙ μεταγεν. γνοφ-, Πλούτ. 2. 949Α, κτλ. (Περὶ τῆς συγγενείας τοῦ δνόφος, γνόφος, πρὸς τὰ κνέφας, ζόφος, ἀλλ’ οὐχὶ πρὸς τὸ νέφος, ἴδε Κούρτ. σ. 657).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
sombre, obscur.
Étymologie: δνόφος, -ωδης.