ἀποβλύζω: Difference between revisions
From LSJ
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποβλύζω''': μέλλ. -σω, βλύζω, [[ἐκρέω]], ἀπεμῶ, [[ἐκβάλλω]], πολλάκι μοι κατέδευσας ἐπὶ στήθεσσι χιτῶνα οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ, ἐπὶ βρέφους ἀπεμοῦντος τὸ διδόμενον αὐτῷ νὰ πίῃ, Ἰλ. Ι. 491, πρβλ. Ἀρχίλ. 32· καὶ ἴδε [[παραβλύζω]]. II. ἀμετάβ., ῥέω, πηγαὶ ἀπ. τῶν ὀρῶν Φιλόστρ. 775. | |lstext='''ἀποβλύζω''': μέλλ. -σω, βλύζω, [[ἐκρέω]], ἀπεμῶ, [[ἐκβάλλω]], πολλάκι μοι κατέδευσας ἐπὶ στήθεσσι χιτῶνα οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ, ἐπὶ βρέφους ἀπεμοῦντος τὸ διδόμενον αὐτῷ νὰ πίῃ, Ἰλ. Ι. 491, πρβλ. Ἀρχίλ. 32· καὶ ἴδε [[παραβλύζω]]. II. ἀμετάβ., ῥέω, πηγαὶ ἀπ. τῶν ὀρῶν Φιλόστρ. 775. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=vomir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βλύζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
A spirt out, ἀ. οἴνου spirt out some wine, Il.9.491, cf. Archil.32; ὑδαρὲς ἀ. Aret.SD2.6. II intr., flow forth, πηγαὶ ἀ. τῶν ὀρῶν Philostr.Im.1.9, cf. Procop.Aed.2.2,al.
German (Pape)
[Seite 297] wegsprudeln, wegspeien, Il. 9, 491; Medic.; übertr., Philostr. Imag. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλύζω: μέλλ. -σω, βλύζω, ἐκρέω, ἀπεμῶ, ἐκβάλλω, πολλάκι μοι κατέδευσας ἐπὶ στήθεσσι χιτῶνα οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ, ἐπὶ βρέφους ἀπεμοῦντος τὸ διδόμενον αὐτῷ νὰ πίῃ, Ἰλ. Ι. 491, πρβλ. Ἀρχίλ. 32· καὶ ἴδε παραβλύζω. II. ἀμετάβ., ῥέω, πηγαὶ ἀπ. τῶν ὀρῶν Φιλόστρ. 775.