ἀποβλύζω

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβλύζω Medium diacritics: ἀποβλύζω Low diacritics: αποβλύζω Capitals: ΑΠΟΒΛΥΖΩ
Transliteration A: apoblýzō Transliteration B: apoblyzō Transliteration C: apovlyzo Beta Code: a)poblu/zw

English (LSJ)

A spurt out, ἀποβλύζω οἴνου = spurt out some wine, Il.9.491, cf. Archil.32; ὑδαρὲς ἀ. Aret.SD2.6.
II intr., flow forth, πηγαὶ ἀ. τῶν ὀρῶν Philostr.Im.1.9, cf. Procop.Aed.2.2,al.

Spanish (DGE)

1 arrojar, escupir c. gen. οἴνου Il.9.491, c. ac. φλέγμα Aret.SD 2.6.4
vomitar c. ac. ἀποβλύζων τὸ ἀνοίκειον ὑγιάζεται S.E.P.1.71
abs., fig. de palabras, Sm.Ps.58.8.
2 intr. correr el agua πηγαὶ δὲ ἀποβλύζουσι τῶν ὀρῶν Philostr.Im.1.9, ὕδωρ ... ἐκ μυχῶν ἀποβλύζον τῆς γῆς Procop.Aed.2.2.10, cf. 5.3.19, 6.7.5
fig. ὅταν δὲ ὁ θυμὸς ... τῆς ἐξουσίας ἐμφορηθεὶς ἀποβλύσῃ Ach.Tat.6.19.5, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 297] wegsprudeln, wegspeien, Il. 9, 491; Medic.; übertr., Philostr. Imag. 1, 9.

French (Bailly abrégé)

vomir.
Étymologie: ἀπό, βλύζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποβλύζω: выплевывать, разбрызгивать Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβλύζω: μέλλ. -σω, βλύζω, ἐκρέω, ἀπεμῶ, ἐκβάλλω, πολλάκι μοι κατέδευσας ἐπὶ στήθεσσι χιτῶνα οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ, ἐπὶ βρέφους ἀπεμοῦντος τὸ διδόμενον αὐτῷ νὰ πίῃ, Ἰλ. Ι. 491, πρβλ. Ἀρχίλ. 32· καὶ ἴδε παραβλύζω. II. ἀμετάβ., ῥέω, πηγαὶ ἀπ. τῶν ὀρῶν Φιλόστρ. 775.

English (Autenrieth)

spurt out; οἴνου, Il. 9.491†.

Greek Monolingual

ἀποβλύζω (Α)
1. εξεμώ μικρή ποσότητα υγρού
2. (για πηγή) αναβλύζω.

Greek Monotonic

ἀποβλύζω: μέλ. -σω, αναβλύζω, εκρέω, με γεν. διαιρ. ἀποβλύζω οἴνου, εκρέω μια ποσότητα κρασιού, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

to spurt out, c. gen. partit., ἀπ.οἴνου to spurt out some wine, Il.