προσκληρόω: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκληρόω''': [[ἀπονέμω]] διὰ κλήρου, τούτῳ τῷ βίῳ ἡ [[τύχη]] πρ. σε Λουκ. Ἔρωτ. 3. ― Παθ., ἀπονέμομαι, ἀποδίδομαι, Φίλων 2. 366, 381· προσκολλῶμαι, ἑνοῦμαι, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 4.
|lstext='''προσκληρόω''': [[ἀπονέμω]] διὰ κλήρου, τούτῳ τῷ βίῳ ἡ [[τύχη]] πρ. σε Λουκ. Ἔρωτ. 3. ― Παθ., ἀπονέμομαι, ἀποδίδομαι, Φίλων 2. 366, 381· προσκολλῶμαι, ἑνοῦμαι, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />attribuer par la voie du sort à, <i>rég. ind. au dat.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κληρόω]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκληρόω Medium diacritics: προσκληρόω Low diacritics: προσκληρόω Capitals: ΠΡΟΣΚΛΗΡΟΩ
Transliteration A: prosklēróō Transliteration B: prosklēroō Transliteration C: proskliroo Beta Code: prosklhro/w

English (LSJ)

   A allot, assign, attribute, ἀκοσμίαν τινί Phld.Sto.339.16; τούτῳ τῷ βίῳ ἡ τύχη π. σε Luc.Am.3:—Med., fut. -ώσομαι, τιμὴν αὑτῷ Ph.1.339:—Pass., to be assigned, Id.2.366, 381, J.BJ2.20.4; also, to be attached to, Παύλῳ Act.Ap.17.4.

German (Pape)

[Seite 769] zuloofen, durchs Loos wozu wählen, nach dem Loose zutheilen; ὅτι τῷ βίῳ τούτῳ ἡ τύχη σε προσεκλήρωσε, das Schicksal hat dich diesem Leben, d. i. hat dir dies Lebensloos zugetheilt, Luc. amor. 3; ἡ ἑβδομὰς τῷ Μουσαγέτῃ προσκεκλήρωται, Plut. Symp. 9, 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

προσκληρόω: ἀπονέμω διὰ κλήρου, τούτῳ τῷ βίῳ ἡ τύχη πρ. σε Λουκ. Ἔρωτ. 3. ― Παθ., ἀπονέμομαι, ἀποδίδομαι, Φίλων 2. 366, 381· προσκολλῶμαι, ἑνοῦμαι, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
attribuer par la voie du sort à, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, κληρόω.