ζευκτός: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζευκτός''': ή, όν ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ζεύγνυμι]], ἐζευγμένος, Πλούτ. 2. 278Β, κτλ.· συνδεδεμένος κατὰ ζεύγη, κάλαμοι Πλάτ. Ἐπιγρ. 21. 4 Bgk.· [[στίχος]] ἡρῴῳ ζ. ποδί, ἐπὶ τοῦ πενταμέτρου, Ἀνδ. Π. 7. 9. 2) συνδεδεμένος, συνεζευγμένος, γεφύρᾳ, ζευκτὸς Στράβ. 452. ΙΙ. ζευκτόν, τό, [[σῶμα]] στρατιωτῶν πορευομένων ἀνὰ δύο Ἀνών. Παρὰ Δουκαγγ.
|lstext='''ζευκτός''': ή, όν ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ζεύγνυμι]], ἐζευγμένος, Πλούτ. 2. 278Β, κτλ.· συνδεδεμένος κατὰ ζεύγη, κάλαμοι Πλάτ. Ἐπιγρ. 21. 4 Bgk.· [[στίχος]] ἡρῴῳ ζ. ποδί, ἐπὶ τοῦ πενταμέτρου, Ἀνδ. Π. 7. 9. 2) συνδεδεμένος, συνεζευγμένος, γεφύρᾳ, ζευκτὸς Στράβ. 452. ΙΙ. ζευκτόν, τό, [[σῶμα]] στρατιωτῶν πορευομένων ἀνὰ δύο Ἀνών. Παρὰ Δουκαγγ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />attelé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζεύγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζευκτός Medium diacritics: ζευκτός Low diacritics: ζευκτός Capitals: ΖΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: zeuktós Transliteration B: zeuktos Transliteration C: zefktos Beta Code: zeukto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ζεύγνυμι)

   A yoked, harnessed, Plu.2.278b, etc.; joined in pairs, κάλαμοι Pl.Epigr.24.4; στίχος ἡρῴῳ ζ. ποδί, of the pentameter, AP7.9 (Damag.).    2 joined, πορθμὸς γεφύρᾳ ζευκτός Str. 10.2.8.    II ζευκτόν, τό,= ζεῦγος 1.2, Sor.1.49, prob. in Aët.9.30.

Greek (Liddell-Scott)

ζευκτός: ή, όν ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ζεύγνυμι, ἐζευγμένος, Πλούτ. 2. 278Β, κτλ.· συνδεδεμένος κατὰ ζεύγη, κάλαμοι Πλάτ. Ἐπιγρ. 21. 4 Bgk.· στίχος ἡρῴῳ ζ. ποδί, ἐπὶ τοῦ πενταμέτρου, Ἀνδ. Π. 7. 9. 2) συνδεδεμένος, συνεζευγμένος, γεφύρᾳ, ζευκτὸς Στράβ. 452. ΙΙ. ζευκτόν, τό, σῶμα στρατιωτῶν πορευομένων ἀνὰ δύο Ἀνών. Παρὰ Δουκαγγ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
attelé.
Étymologie: adj. verb. de ζεύγνυμι.