Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χρηματιστήριον: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρημᾰτιστήριον''': τό, [[τόπος]] ἐν ᾧ διεξάγονται ὑποθέσεις, Διόδ. 1. 1· [[δικαστήριον]] ἢ δικαστικὸν βῆμα, Ἑβδ. (Α΄ Ἔσδρ. Γ΄ , 15)· [[τόπος]] [[ἔνθα]] συνέρχονται οἱ χρηματισταὶ [[χάριν]] χρηματικῶν ἐργασιῶν, Πλουτ. Καῖσ. 67. ΙΙ. [[τόπος]] τοῦ μαντείου, ἱερὸν, Λατ. adytum, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ.
|lstext='''χρημᾰτιστήριον''': τό, [[τόπος]] ἐν ᾧ διεξάγονται ὑποθέσεις, Διόδ. 1. 1· [[δικαστήριον]] ἢ δικαστικὸν βῆμα, Ἑβδ. (Α΄ Ἔσδρ. Γ΄ , 15)· [[τόπος]] [[ἔνθα]] συνέρχονται οἱ χρηματισταὶ [[χάριν]] χρηματικῶν ἐργασιῶν, Πλουτ. Καῖσ. 67. ΙΙ. [[τόπος]] τοῦ μαντείου, ἱερὸν, Λατ. adytum, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />lieu où se traitaient les affaires communes à une cité, à un État, marché, halle, comptoir, bourse.<br />'''Étymologie:''' [[χρηματιστής]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρημᾰτιστήριον Medium diacritics: χρηματιστήριον Low diacritics: χρηματιστήριον Capitals: ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: chrēmatistḗrion Transliteration B: chrēmatistērion Transliteration C: chrimatistirion Beta Code: xrhmatisth/rion

English (LSJ)

τό,

   A place for transacting business, council-chamber, D.S.1.1; seat of judgement, LXX 1 Es.3.14(15); τῆς Μακεδονίας Str.7 Fr.20; place of business, Plu.Caes.67.    II oracle, sanctuary, of the Holy of Holies, Aq., Sm.3 Ki.6.5.

German (Pape)

[Seite 1374] τό, Ort zur Betreibung von Geschäften, bes. – a) Ort zur Betreibung von Handels-od. Geldgeschäften, Börse, καὶ τράπεζα Plut. Caes. 57, Wechslerbude. – b) Ort zur Betreibung von Staatsgeschäften, Berathungszimmer, Gerichtssaal, Audienzsaal, D. Sic. 1, 1. 14, 7. – c) ein Orakel, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

χρημᾰτιστήριον: τό, τόπος ἐν ᾧ διεξάγονται ὑποθέσεις, Διόδ. 1. 1· δικαστήριον ἢ δικαστικὸν βῆμα, Ἑβδ. (Α΄ Ἔσδρ. Γ΄ , 15)· τόπος ἔνθα συνέρχονται οἱ χρηματισταὶ χάριν χρηματικῶν ἐργασιῶν, Πλουτ. Καῖσ. 67. ΙΙ. τόπος τοῦ μαντείου, ἱερὸν, Λατ. adytum, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où se traitaient les affaires communes à une cité, à un État, marché, halle, comptoir, bourse.
Étymologie: χρηματιστής.