Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Ὠρίων: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ὠρίων''': -ωνος, ὁ, εἷς τῶν Γιγάντων, [[περίφημος]] κυνηγὸς καὶ ὁ ὡραιότατος τῆς γενεᾶς τῶν Γιγάντων, οὗ ἠράσθη ἡ Ἠώς, ἀλλ’ ἡ Ἄρτεμις ἐφόνευσεν αὐτόν, Ὀδ. Ε. 121 κἑξ., Λ. 310· ― [[μετὰ]] θάνατον ἐθήρευεν ἐν τῷ [[κάτω]] κόσμῳ, Λ. 572 (εἰ καὶ τὸ [[τέλος]] τῆς ῥαψῳδίας ταύτης [[εἶναι]] πιθανῶς νεωτέρα [[προσθήκη]])· κατὰ μεταγενεστέραν παράδοσιν ὁ Ἀσκληπιὸς ἠθέλησε νὰ ἐπαναγάγῃ αὐτὸν εἰς τὴν ζωήν, Τελέσαρχος παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 262· ἐλογίζετο δὲ ὡς γεννηθεὶς ἐν Θήβαις, Στράβ. 404, κλπ. ΙΙ. [[λαμπρός]] τις ἀστερισμὸς οὗ ἡ ἐπιστολὴ ἄρχεται ἀμέσως [[μετὰ]] τὸ θερινὸν ἡλιοστάσιον, ἡ δὲ [[δύσις]] [[αὐτοῦ]] συνήθως συνοδεύεται ὑπὸ θυελλῶν, Ἰλ. Σ. 486 κἑξ., Χ. 29, Ὀδ. Ε, 274, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 596, 607 κἑξ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 4, Προβλ. 26. 13. ΙΙΙ. Ἰνδικόν τι πτηνόν, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 22. [ῑ παρ’ Ὁμ.· ῐ Ἀττικ., Εὐρ. Ἴων 1153, Κυκλ. 213, ἴδε Ἀν. Βεκ. 1433· εὑρίσκομεν δὲ καὶ τύπον [[Ὠαρίων]] παρὰ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 265· καὶ Ὠαριώνειος παρὰ Πινδ. ἐν Ι. 4 (3). 84· [[ὅθεν]] ὁ Böckh. ἀποκατέστησεν [[Ὠαρίων]] ἐν Πινδ. Ν. 2. 19]
|lstext='''Ὠρίων''': -ωνος, ὁ, εἷς τῶν Γιγάντων, [[περίφημος]] κυνηγὸς καὶ ὁ ὡραιότατος τῆς γενεᾶς τῶν Γιγάντων, οὗ ἠράσθη ἡ Ἠώς, ἀλλ’ ἡ Ἄρτεμις ἐφόνευσεν αὐτόν, Ὀδ. Ε. 121 κἑξ., Λ. 310· ― [[μετὰ]] θάνατον ἐθήρευεν ἐν τῷ [[κάτω]] κόσμῳ, Λ. 572 (εἰ καὶ τὸ [[τέλος]] τῆς ῥαψῳδίας ταύτης [[εἶναι]] πιθανῶς νεωτέρα [[προσθήκη]])· κατὰ μεταγενεστέραν παράδοσιν ὁ Ἀσκληπιὸς ἠθέλησε νὰ ἐπαναγάγῃ αὐτὸν εἰς τὴν ζωήν, Τελέσαρχος παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 262· ἐλογίζετο δὲ ὡς γεννηθεὶς ἐν Θήβαις, Στράβ. 404, κλπ. ΙΙ. [[λαμπρός]] τις ἀστερισμὸς οὗ ἡ ἐπιστολὴ ἄρχεται ἀμέσως [[μετὰ]] τὸ θερινὸν ἡλιοστάσιον, ἡ δὲ [[δύσις]] [[αὐτοῦ]] συνήθως συνοδεύεται ὑπὸ θυελλῶν, Ἰλ. Σ. 486 κἑξ., Χ. 29, Ὀδ. Ε, 274, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 596, 607 κἑξ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 4, Προβλ. 26. 13. ΙΙΙ. Ἰνδικόν τι πτηνόν, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 22. [ῑ παρ’ Ὁμ.· ῐ Ἀττικ., Εὐρ. Ἴων 1153, Κυκλ. 213, ἴδε Ἀν. Βεκ. 1433· εὑρίσκομεν δὲ καὶ τύπον [[Ὠαρίων]] παρὰ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 265· καὶ Ὠαριώνειος παρὰ Πινδ. ἐν Ι. 4 (3). 84· [[ὅθεν]] ὁ Böckh. ἀποκατέστησεν [[Ὠαρίων]] ἐν Πινδ. Ν. 2. 19]
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />Orion, <i>constellation</i>.
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὠρίων Medium diacritics: Ὠρίων Low diacritics: Ωρίων Capitals: ΩΡΙΩΝ
Transliteration A: Ōríōn Transliteration B: Ōriōn Transliteration C: Orion Beta Code: *)wri/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A Orion, Od.5.121, 11.310, 572, Telesarch. ap. S.E. M.1.262, Str.9.2.12, etc.    II the constellation named after him, Il.18.486,488, 22.29, Od.5.274, Hes.Op.598, 609, Arist. Mete.361b23, Pr.941b24.    III a fabulous Indian bird, Str.15.1.69, Ael.NA17.22, Nonn.D.26.202. [ῑ in Hom.; ῐ Att., E.Ion 1153, Cyc.213, v. Choerob. in Theod.1.272 H.: we also find Ὠᾰρίων in Corinn.2, Supp.2.77, Call.Dian.265, and in Pi.N.2.12 (v.l. ὀαρίωνα); Adj. Ὠαριώνειος, α, ον, φύσις Id.I.4(3).49(67); the Homeric Ὠρῑων arose by contraction of Ὠα- and metrical lengthening of ι.]

Greek (Liddell-Scott)

Ὠρίων: -ωνος, ὁ, εἷς τῶν Γιγάντων, περίφημος κυνηγὸς καὶ ὁ ὡραιότατος τῆς γενεᾶς τῶν Γιγάντων, οὗ ἠράσθη ἡ Ἠώς, ἀλλ’ ἡ Ἄρτεμις ἐφόνευσεν αὐτόν, Ὀδ. Ε. 121 κἑξ., Λ. 310· ― μετὰ θάνατον ἐθήρευεν ἐν τῷ κάτω κόσμῳ, Λ. 572 (εἰ καὶ τὸ τέλος τῆς ῥαψῳδίας ταύτης εἶναι πιθανῶς νεωτέρα προσθήκη)· κατὰ μεταγενεστέραν παράδοσιν ὁ Ἀσκληπιὸς ἠθέλησε νὰ ἐπαναγάγῃ αὐτὸν εἰς τὴν ζωήν, Τελέσαρχος παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 262· ἐλογίζετο δὲ ὡς γεννηθεὶς ἐν Θήβαις, Στράβ. 404, κλπ. ΙΙ. λαμπρός τις ἀστερισμὸς οὗ ἡ ἐπιστολὴ ἄρχεται ἀμέσως μετὰ τὸ θερινὸν ἡλιοστάσιον, ἡ δὲ δύσις αὐτοῦ συνήθως συνοδεύεται ὑπὸ θυελλῶν, Ἰλ. Σ. 486 κἑξ., Χ. 29, Ὀδ. Ε, 274, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 596, 607 κἑξ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 4, Προβλ. 26. 13. ΙΙΙ. Ἰνδικόν τι πτηνόν, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 22. [ῑ παρ’ Ὁμ.· ῐ Ἀττικ., Εὐρ. Ἴων 1153, Κυκλ. 213, ἴδε Ἀν. Βεκ. 1433· εὑρίσκομεν δὲ καὶ τύπον Ὠαρίων παρὰ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 265· καὶ Ὠαριώνειος παρὰ Πινδ. ἐν Ι. 4 (3). 84· ὅθεν ὁ Böckh. ἀποκατέστησεν Ὠαρίων ἐν Πινδ. Ν. 2. 19]

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
Orion, constellation.