ὀμοργάζω: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμοργάζω''': [[ὀμόργνυμι]], [[ἀποσπογγίζω]], ἀπομάττω, ὠμόργαζε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 361, κατὰ τὸν Ηgen ἀντὶ τῆς ἀδιανοήτου λέξεως ὡμάρταζε.
|lstext='''ὀμοργάζω''': [[ὀμόργνυμι]], [[ἀποσπογγίζω]], ἀπομάττω, ὠμόργαζε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 361, κατὰ τὸν Ηgen ἀντὶ τῆς ἀδιανοήτου λέξεως ὡμάρταζε.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ὀμόργνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμοργάζω Medium diacritics: ὀμοργάζω Low diacritics: ομοργάζω Capitals: ΟΜΟΡΓΑΖΩ
Transliteration A: omorgázō Transliteration B: omorgazō Transliteration C: omorgazo Beta Code: o)morga/zw

English (LSJ)

   A = ὀμόργνυμι, wipe off, ὠμόργαζε h.Merc.361 (cj. Ilgen for ὡμάρταζε).

German (Pape)

[Seite 339] = ὀμόργνυμι, H. h. Merc. 351, nach Ilgen's Emend. ὠμόργαζε für ὡμάρταζε.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμοργάζω: ὀμόργνυμι, ἀποσπογγίζω, ἀπομάττω, ὠμόργαζε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 361, κατὰ τὸν Ηgen ἀντὶ τῆς ἀδιανοήτου λέξεως ὡμάρταζε.

French (Bailly abrégé)

c. ὀμόργνυμι.