ἐκκρεμάννυμι: Difference between revisions
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκρεμάννῡμι''': μέλλ. -κρεμάσω, [[κρεμῶ]] ἔκ τινος μέρους ἢ πράγματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· τι ἔκ τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· λίθον τοῦ ποδὸς Ἀνθ. Π. 11. 100. ΙΙ. παθ., ὡς τὸ [[ἐκκρέμαμαι]], προσκολλῶμαι εἴς τινα καὶ δὲν [[θέλω]] ν’ ἀποχωρισθῶ [[αὐτοῦ]], [[μετὰ]] γεν., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι καὶ ἐπακολουθοῦντες ἐς ὅσον δύναιντο Θουκ. 7.75, πρβλ. Λουκ. Τόξαρ. 6. 2) μεταφ., εἶμαι ἀφωσιωμένος εἴς τι, τὰ γὰρ τέκν’ αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται, [[εἶναι]] ἀφωσιωμένα εἰς τὸν πόλεμον, Εὐρ. Ἠλ. 950. | |lstext='''ἐκκρεμάννῡμι''': μέλλ. -κρεμάσω, [[κρεμῶ]] ἔκ τινος μέρους ἢ πράγματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· τι ἔκ τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· λίθον τοῦ ποδὸς Ἀνθ. Π. 11. 100. ΙΙ. παθ., ὡς τὸ [[ἐκκρέμαμαι]], προσκολλῶμαι εἴς τινα καὶ δὲν [[θέλω]] ν’ ἀποχωρισθῶ [[αὐτοῦ]], [[μετὰ]] γεν., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι καὶ ἐπακολουθοῦντες ἐς ὅσον δύναιντο Θουκ. 7.75, πρβλ. Λουκ. Τόξαρ. 6. 2) μεταφ., εἶμαι ἀφωσιωμένος εἴς τι, τὰ γὰρ τέκν’ αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται, [[εἶναι]] ἀφωσιωμένα εἰς τὸν πόλεμον, Εὐρ. Ἠλ. 950. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=suspendre une chose à une autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκκρεμάννυμαι se suspendre : τινος à qqn, s’attacher aux bras <i>ou</i> aux vêtements de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κρεμάννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -κρεμάσω,
A hang from or upon a thing, Hp.Art.22 (dub.) ; τι ἔκ τινος Ar.Eq.1363 ; λίθον τοῦ ποδός AP11.100 (Lucill.) ; τινὰ ἐξ Ὀλύμπου Apollod.1.3.5. II Pass., like ἐκκρέμαμαι, hang on by, cling to, c. gen., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι Th.7.75, cf. Luc.Tox.6. 2 metaph., to be devoted to, Ἄρεος E. El.950.
German (Pape)
[Seite 764] (s. κρεμάννυμι), daran hängen, von Etwas herabhangen lassen, τὶ ἔκ τινος, Ar. Equ. 1363; τοῦ ποδὸς λίθον Lucill. 61 (XI, 100); εἰς ἀπάτην ἐλπίδας ἐκκρεμάσας, seine Hoffnung auf einen Betrug setzen, Anth. (I, 101). – Med., sich daran hängen, τῶν πηδαλίων Luc. Toz. 6; wie das Vorige übertr., Thuc. 7, 75; τοῦ φορείου, d. i. nebenhergehen, Plut. Ant. 58; Ἄρεος, ihm ergeben, d. h. tapfer sein, Eur. El. 950.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρεμάννῡμι: μέλλ. -κρεμάσω, κρεμῶ ἔκ τινος μέρους ἢ πράγματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· τι ἔκ τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· λίθον τοῦ ποδὸς Ἀνθ. Π. 11. 100. ΙΙ. παθ., ὡς τὸ ἐκκρέμαμαι, προσκολλῶμαι εἴς τινα καὶ δὲν θέλω ν’ ἀποχωρισθῶ αὐτοῦ, μετὰ γεν., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι καὶ ἐπακολουθοῦντες ἐς ὅσον δύναιντο Θουκ. 7.75, πρβλ. Λουκ. Τόξαρ. 6. 2) μεταφ., εἶμαι ἀφωσιωμένος εἴς τι, τὰ γὰρ τέκν’ αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται, εἶναι ἀφωσιωμένα εἰς τὸν πόλεμον, Εὐρ. Ἠλ. 950.
French (Bailly abrégé)
suspendre une chose à une autre;
Moy. ἐκκρεμάννυμαι se suspendre : τινος à qqn, s’attacher aux bras ou aux vêtements de qqn.
Étymologie: ἐκ, κρεμάννυμι.