στροβιλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στροβῑλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς στρόβιλον, [[κωνικός]], [[σχῆμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 9· [[ὕφος]] Στράβ. 795. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ροῦφ. Ἐφέσ. σ. 189 ἔκδ. Ruelle.
|lstext='''στροβῑλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς στρόβιλον, [[κωνικός]], [[σχῆμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 9· [[ὕφος]] Στράβ. 795. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ροῦφ. Ἐφέσ. σ. 189 ἔκδ. Ruelle.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />en forme de toupie <i>ou</i> de pomme de pin, conique.<br />'''Étymologie:''' [[στρόβιλος]], [[εἶδος]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροβῑλοειδής Medium diacritics: στροβιλοειδής Low diacritics: στροβιλοειδής Capitals: ΣΤΡΟΒΙΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: strobiloeidḗs Transliteration B: strobiloeidēs Transliteration C: stroviloeidis Beta Code: strobiloeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a στρόβιλος, conical, σχῆμα Thphr.HP3.12.9, cf. Ruf.Anat.32; ὕψος Str.17.1.10. Adv. -δῶς Ruf.Oss.21.

German (Pape)

[Seite 955] ές, von der Art od. Gestalt eines στρόβιλος, eines Kreisels, Fichtenzapfens, kegelförmig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

στροβῑλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς στρόβιλον, κωνικός, σχῆμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 9· ὕφος Στράβ. 795. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ροῦφ. Ἐφέσ. σ. 189 ἔκδ. Ruelle.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de toupie ou de pomme de pin, conique.
Étymologie: στρόβιλος, εἶδος.