Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελανοφορέω: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνοφορέω''': φορῶ μέλανα ἐνδύματα, «μαυροφορῶ», Πλούτ. 2. 557D· μελᾰνο-[[φόρος]], ον, ὁ φορῶν μέλανα, πένθιμα, «μαυροφόρος», Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 338· πρβλ. [[μελανηφόρος]].
|lstext='''μελᾰνοφορέω''': φορῶ μέλανα ἐνδύματα, «μαυροφορῶ», Πλούτ. 2. 557D· μελᾰνο-[[φόρος]], ον, ὁ φορῶν μέλανα, πένθιμα, «μαυροφόρος», Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 338· πρβλ. [[μελανηφόρος]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />porter des vêtements noirs.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνοφορέω Medium diacritics: μελανοφορέω Low diacritics: μελανοφορέω Capitals: ΜΕΛΑΝΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: melanophoréō Transliteration B: melanophoreō Transliteration C: melanoforeo Beta Code: melanofore/w

English (LSJ)

   A wear black, Plu.2.557d.

German (Pape)

[Seite 120] schwarze Kleider tragen, Plut. de S. N. V. 12. Auch μελανηφορέω.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοφορέω: φορῶ μέλανα ἐνδύματα, «μαυροφορῶ», Πλούτ. 2. 557D· μελᾰνο-φόρος, ον, ὁ φορῶν μέλανα, πένθιμα, «μαυροφόρος», Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 338· πρβλ. μελανηφόρος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
porter des vêtements noirs.
Étymologie: μέλας, φέρω.