ἀχθεινός: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχθεινός''': -ή, -όν, ([[ἄχθος]]) [[φορτικός]], [[ἐπαχθής]], καταθλιπτικός, «βαρετός», ἐπὶ προσώπων, Εὐρ. Ἱππ. 94· ἐπὶ πραγμάτων, ὁ αὐτ. Ἑκ. 1240, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1: ― Ἐπίρρ. -νῶς, δυσαρέστως, οὐκ ἀχθεινῶς ἑώρα ὁ τῶν Βυζαντίων [[δῆμος]] ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 8, 27.
|lstext='''ἀχθεινός''': -ή, -όν, ([[ἄχθος]]) [[φορτικός]], [[ἐπαχθής]], καταθλιπτικός, «βαρετός», ἐπὶ προσώπων, Εὐρ. Ἱππ. 94· ἐπὶ πραγμάτων, ὁ αὐτ. Ἑκ. 1240, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1: ― Ἐπίρρ. -νῶς, δυσαρέστως, οὐκ ἀχθεινῶς ἑώρα ὁ τῶν Βυζαντίων [[δῆμος]] ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 8, 27.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />pénible, affligeant ; <i>en parl. de pers.</i> qui est une cause de souci;<br /><i>Sp.</i> ἀχθεινότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἄχθος]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχθεινός Medium diacritics: ἀχθεινός Low diacritics: αχθεινός Capitals: ΑΧΘΕΙΝΟΣ
Transliteration A: achtheinós Transliteration B: achtheinos Transliteration C: achtheinos Beta Code: a)xqeino/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἄχθος)

   A burdensome, oppressive, of persons, E. Hipp.94; of things, Id.Hec.1240; τὸ-ότατον τοῦ βίου X.Mem.4.8.1; βοοκτασία, i.e. that cost the slayer dear, AP6.263 (Leon.). Adv. -νῶς unwillingly, οὐκ ἀ. ὁρᾶν τι X.HG4.8.27.    II laborious, βόες IG14.2012.16 (Sulp. Max.).

German (Pape)

[Seite 418] (ἄχθος), lästig, unangenehm, Eur. Hipp. 94 Hec. 1222; Xen. Mem. 4, 8, 1. – Adv., οὐκ ἀχθεινῶς εἶδεν, nicht ungern, Xen. Hell. 4, 8, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχθεινός: -ή, -όν, (ἄχθος) φορτικός, ἐπαχθής, καταθλιπτικός, «βαρετός», ἐπὶ προσώπων, Εὐρ. Ἱππ. 94· ἐπὶ πραγμάτων, ὁ αὐτ. Ἑκ. 1240, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1: ― Ἐπίρρ. -νῶς, δυσαρέστως, οὐκ ἀχθεινῶς ἑώρα ὁ τῶν Βυζαντίων δῆμος ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 8, 27.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
pénible, affligeant ; en parl. de pers. qui est une cause de souci;
Sp. ἀχθεινότατος.
Étymologie: ἄχθος.