ἀστατέω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστᾰτέω''': εἶμαι ἄστατος, [[οὐδέποτε]] [[ἡσυχάζω]], Ἀνθ. Π. παράρτ. 39· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀππ. 2) δὲν ἔχω κατοικίαν διαρκῆ, περιπλανῶμαι, καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορ. δ΄, 11.
|lstext='''ἀστᾰτέω''': εἶμαι ἄστατος, [[οὐδέποτε]] [[ἡσυχάζω]], Ἀνθ. Π. παράρτ. 39· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀππ. 2) δὲν ἔχω κατοικίαν διαρκῆ, περιπλανῶμαι, καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορ. δ΄, 11.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être agité, n’être jamais en repos;<br /><b>2</b> être errant, vagabond.<br />'''Étymologie:''' [[ἄστατος]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστᾰτέω Medium diacritics: ἀστατέω Low diacritics: αστατέω Capitals: ΑΣΤΑΤΕΩ
Transliteration A: astatéō Transliteration B: astateō Transliteration C: astateo Beta Code: a)state/w

English (LSJ)

   A to be never at rest, πόλοιο φορὰν . . -έουσαν App.Anth.3.146.4 (Theon); of the sea, Plu.Crass.17; βλέμμα ἀστατοῦν Hippiatr. 3.    2 to be unsettled, to be a wanderer, 1 Ep.Cor.4.11; to be inconstant, περὶ τοὺς γάμους Vett.Val.116.30.

German (Pape)

[Seite 374] unstät sein, schwanken, ἀστατοῦσα πόλου φορά Theo. Al. 4 (App. 39).

Greek (Liddell-Scott)

ἀστᾰτέω: εἶμαι ἄστατος, οὐδέποτε ἡσυχάζω, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀππ. 2) δὲν ἔχω κατοικίαν διαρκῆ, περιπλανῶμαι, καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορ. δ΄, 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être agité, n’être jamais en repos;
2 être errant, vagabond.
Étymologie: ἄστατος.