πομπικός: Difference between revisions

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πομπικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς δημοτελῆ πομπήν, π. [[ἵππος]], [[ἵππος]] τῆς πόλεως εἰς πομπὰς [[χρήσιμος]], Ξεν. Ἱππ. 11, 1, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 211· [[στέμμα]] Διόδ. 18. 26· ἅρμα Δίων Κ. 50. 34· [[μέλος]] Πλουτ. Αἰμίλ. 33, κτλ.· ― μεταφορ., πομπώδης, ἐπιδεικτικός, [[ὄψις]] Πλουτ. Μάρ. 22· ἐπὶ τοῦ ὕφους τοῦ Ἰσοκράτους, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 19, πρβλ. Λογγῖν. 8. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 32, κτλ.
|lstext='''πομπικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς δημοτελῆ πομπήν, π. [[ἵππος]], [[ἵππος]] τῆς πόλεως εἰς πομπὰς [[χρήσιμος]], Ξεν. Ἱππ. 11, 1, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 211· [[στέμμα]] Διόδ. 18. 26· ἅρμα Δίων Κ. 50. 34· [[μέλος]] Πλουτ. Αἰμίλ. 33, κτλ.· ― μεταφορ., πομπώδης, ἐπιδεικτικός, [[ὄψις]] Πλουτ. Μάρ. 22· ἐπὶ τοῦ ὕφους τοῦ Ἰσοκράτους, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 19, πρβλ. Λογγῖν. 8. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 32, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les processions, pompes <i>ou</i> cérémonies publiques;<br /><b>2</b> pompeux, de montre, d’apparat.<br />'''Étymologie:''' [[πομπή]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομπικός Medium diacritics: πομπικός Low diacritics: πομπικός Capitals: ΠΟΜΠΙΚΟΣ
Transliteration A: pompikós Transliteration B: pompikos Transliteration C: pompikos Beta Code: pompiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a solemn procession, π. ἵππος a horse of state, X.Eq.11.1, cf. Poll.1.211; ἀσπίδια, ζεῦγος, IG22.1424a.395,2311.65; στέμμα D.S.18.26; ἅρμα D.C.56.34; μέλος Plu.Aem.33, etc.    2 metaph., stately, magnificent, ὄψις Id.Mar.22; of literary style, impressive, Phld.Rh.2.96S., D.H.Is.19, Longin.8.3. Adv. -κῶς Id.32.5, etc.

German (Pape)

[Seite 679] zum Geleit, zum Begleiten, zum feierlichen Aufzuge gehörig, geeignet; ἵππος Xen. ars equit. 11, 1; Poll. 1, 211; daher prächtig, prunkvoll, Plut. Mar. 22; πομπικῶς, Ael. H. A. 12, 33, Longin.

Greek (Liddell-Scott)

πομπικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς δημοτελῆ πομπήν, π. ἵππος, ἵππος τῆς πόλεως εἰς πομπὰς χρήσιμος, Ξεν. Ἱππ. 11, 1, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 211· στέμμα Διόδ. 18. 26· ἅρμα Δίων Κ. 50. 34· μέλος Πλουτ. Αἰμίλ. 33, κτλ.· ― μεταφορ., πομπώδης, ἐπιδεικτικός, ὄψις Πλουτ. Μάρ. 22· ἐπὶ τοῦ ὕφους τοῦ Ἰσοκράτους, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 19, πρβλ. Λογγῖν. 8. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 32, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les processions, pompes ou cérémonies publiques;
2 pompeux, de montre, d’apparat.
Étymologie: πομπή.