ἔνδρυον: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνδρῠον''': τό, ([[δρῦς]]) ἡ ἐκ ξύλου δρυὸς [[κερκίς]], ἣν ἐμβάλλουσιν εἰς τὸ τοῦ ζυγοῦ [[τρύπημα]], βοῶν... [[ἔνδρυον]] ἑλκόντων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 467, Σχόλ. [[αὐτόθι]], [[Πολυδ]]. Α΄, 152. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἔνδρυον]]· καρδία δένδρου καὶ τὸ μέσ(αβ)ον». | |lstext='''ἔνδρῠον''': τό, ([[δρῦς]]) ἡ ἐκ ξύλου δρυὸς [[κερκίς]], ἣν ἐμβάλλουσιν εἰς τὸ τοῦ ζυγοῦ [[τρύπημα]], βοῶν... [[ἔνδρυον]] ἑλκόντων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 467, Σχόλ. [[αὐτόθι]], [[Πολυδ]]. Α΄, 152. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἔνδρυον]]· καρδία δένδρου καὶ τὸ μέσ(αβ)ον». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />cheville de bois au milieu du joug pour attacher les traits.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δρῦς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, (δρῦς)
A oaken peg or pin by which the yoke is fixed to the pole, Hes.Op.469. II heart-wood of trees, Hsch.
German (Pape)
[Seite 836] τό, der hölzerne Pflock am Pfluge, der quer durch das Jochholz und die Deichsel geht u. durch einen umgeschlungenen Riemen befestigt wird, Hes. O. 467; vgl. Poll. 1, 252.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδρῠον: τό, (δρῦς) ἡ ἐκ ξύλου δρυὸς κερκίς, ἣν ἐμβάλλουσιν εἰς τὸ τοῦ ζυγοῦ τρύπημα, βοῶν... ἔνδρυον ἑλκόντων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 467, Σχόλ. αὐτόθι, Πολυδ. Α΄, 152. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἔνδρυον· καρδία δένδρου καὶ τὸ μέσ(αβ)ον».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cheville de bois au milieu du joug pour attacher les traits.
Étymologie: ἐν, δρῦς.