δονακόεις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δονᾰκόεις''': εσσα, εν, [[πλήρης]] καλάμου, δονακόεντος Εὐρώτα Εὐρ. Ἑλ. 208· [[δόλος]] δ., κάλαμος ἀληλιμμένος ἰξῷ, Ἀνθ. Π. 9. 273. | |lstext='''δονᾰκόεις''': εσσα, εν, [[πλήρης]] καλάμου, δονακόεντος Εὐρώτα Εὐρ. Ἑλ. 208· [[δόλος]] δ., κάλαμος ἀληλιμμένος ἰξῷ, Ἀνθ. Π. 9. 273. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br /><b>1</b> rempli de roseaux;<br /><b>2</b> préparé au moyen de gluaux (piège).<br />'''Étymologie:''' [[δόναξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A reedy, δονακόεντος Εὐρώτα E.Hel.210 (lyr.); δόλος δ. a reed covered with birdlime, AP 9.273 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 656] εσσα, εν, voll Rohr; Eurotas, Eur. Hel. 210; δουνακόεις δόλος, die Falle von Rohr, Leimruthe, Bian. 3 (IX, 273).
Greek (Liddell-Scott)
δονᾰκόεις: εσσα, εν, πλήρης καλάμου, δονακόεντος Εὐρώτα Εὐρ. Ἑλ. 208· δόλος δ., κάλαμος ἀληλιμμένος ἰξῷ, Ἀνθ. Π. 9. 273.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
1 rempli de roseaux;
2 préparé au moyen de gluaux (piège).
Étymologie: δόναξ.