στοιχέω: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στοιχέω''': μέλλ. -ήσω, ([[στοῖχος]]) πορεύομαι κατὰ στοῖχον ἢ γραμμήν, ἐπὶ κυμάτων, Ἀλακῖ. 11 Ahr.· μὴ ἐγκαταλιπεῖν τὸν παραστάτην, ᾦ στοιχοίη, παρ’ ᾧ ἔπρεπε νὰ βαδίζῃ ἢ [[ἵσταται]] μαχόμενος, - εἰλημμένον ἐκ τοῦ ὅρκου τοῦ Ἀθηναίου πολίτου, παρὰ Στοβ. 243. 21, [[Πολυδ]]. Η΄ , 105· - [[ἐντεῦθεν]], βαίνω ἐν τάξει μάχης, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34, Ἱππαρχ. 5. 7· - ὀρχοῦμαι κατὰ στοίχους ἢ σειράς, Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 647· εἶμαι διηυθετημένος κατὰ σειράς, ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 5, πρβλ. 3. 5, 3· κατὰ τὸ στοιχοῦν, ἐν συνεπείᾳ, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10, 3. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ., ἀποτελῶ [[στοιχεῖον]] ἢ γραμμήν, [[βαδίζω]] [[παρά]] τινι, ὑποτάσσομαι εἴς τινα, τῇ προθέσει τῆς συγκλήτου Πολύβ. 28. 5, 6· ταῖς πλείεσι γνώμαις Διον. Ἁλ. 6. 65· τῷ νομίσματι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις [[αὐτόθι]] 11. 59· τῷ κανόνι τούτῳ Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄ , 25, πρβλ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 16· τοῖς ἴχνεσι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 12· μιᾷ στ., ἀρκοῦμαι εἰς μίαν σύζυγον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 773. ΙΙΙ. στοιχεῖς φυλάσσων τὸν νόμον, φυλλάττεις αὐτὸν κανονικῶς, τακτικῶς, Πράξ. Ἀποσπ. κα΄, 24. | |lstext='''στοιχέω''': μέλλ. -ήσω, ([[στοῖχος]]) πορεύομαι κατὰ στοῖχον ἢ γραμμήν, ἐπὶ κυμάτων, Ἀλακῖ. 11 Ahr.· μὴ ἐγκαταλιπεῖν τὸν παραστάτην, ᾦ στοιχοίη, παρ’ ᾧ ἔπρεπε νὰ βαδίζῃ ἢ [[ἵσταται]] μαχόμενος, - εἰλημμένον ἐκ τοῦ ὅρκου τοῦ Ἀθηναίου πολίτου, παρὰ Στοβ. 243. 21, [[Πολυδ]]. Η΄ , 105· - [[ἐντεῦθεν]], βαίνω ἐν τάξει μάχης, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34, Ἱππαρχ. 5. 7· - ὀρχοῦμαι κατὰ στοίχους ἢ σειράς, Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 647· εἶμαι διηυθετημένος κατὰ σειράς, ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 5, πρβλ. 3. 5, 3· κατὰ τὸ στοιχοῦν, ἐν συνεπείᾳ, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10, 3. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ., ἀποτελῶ [[στοιχεῖον]] ἢ γραμμήν, [[βαδίζω]] [[παρά]] τινι, ὑποτάσσομαι εἴς τινα, τῇ προθέσει τῆς συγκλήτου Πολύβ. 28. 5, 6· ταῖς πλείεσι γνώμαις Διον. Ἁλ. 6. 65· τῷ νομίσματι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις [[αὐτόθι]] 11. 59· τῷ κανόνι τούτῳ Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄ , 25, πρβλ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 16· τοῖς ἴχνεσι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 12· μιᾷ στ., ἀρκοῦμαι εἰς μίαν σύζυγον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 773. ΙΙΙ. στοιχεῖς φυλάσσων τὸν νόμον, φυλλάττεις αὐτὸν κανονικῶς, τακτικῶς, Πράξ. Ἀποσπ. κα΄, 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être aligné <i>ou</i> marcher en rang;<br /><b>2</b> se conformer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[στοῖχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be drawn up in a line or row, οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω beside whom I stand in battle,—from the oath of Athenian citizens, ap.Stob.4.1.48, cf. Poll.8.105; move in line, X.Cyr.6.3.34, Eq.Mag.5.7; to be in rows, of leaves or joints, Thphr.HP3.18.5, 3.5.3; κατὰ τὸ στοιχοῦν in sequence, Arist.Int.19b24. 2 correspond, ὅπως ἀεὶ ἡ ἡμέρα στοιχῇ καθ' ἑκάστην πόλιν OGI458.52 (i B.C.). 3 to be satisfactory to one, στοιχεῖ μοι πάντα τὰ προγεγραμμένα BGU 317.14 (vi A.D.), cf. Sammelb.6258 (v/vi A.D.), etc. II c. dat., fit, [καταστρωτῆρα] στοιχοῦντα τοῖς κειμένοις IG7.3073.153 (Lebad., ii B.C.): metaph., to be in line with, walk by, agree with, submit to, τῇ τῆς συγκλήτου προθέσει Plb.28.5.6; διὰ τῶν ἔργων στοιχεῖν αὐτοσαυτῷ SIG734.6 (Delph., i B.C.); τῇ πρός τινα εὐνοίᾳ BCH55.44 (Odessus, i B.C.); ταῖς πλείοσι γνώμαις D.H.6.65; τῷ νομίσματι S.E.M.1.178; τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις ib. 11.59; Πνεύματι Ep.Gal.5.25, cf. Ep.Phil.3.16; τοῖς ἴχνεσι τῆς πίστεως Ep.Rom.4.12; στοίχεις (Aeol. pres. part.) τοῖς προϋπαργμένοισι IGRom. 4.1302 (Cyme, i B.C./i A.D.); ἠθέλησεν στοιχοῦσαν τοῖς προπεπραγμένοις παρέχεσθαι τοῖς πολίταις τὴν αὑτοῦ διάληψιν OGI764.45 (Pergam., ii B.C.); μιᾷ σ. to be contented with one wife, Sch.Ar.Pl. 773; στοιχῶν πᾶσιν ὑπέγραψα CPR30 ii 41 (vi A.D.): abs., στοιχεῖν βουλόμενος καὶ τοῖς ἐκείνων ἴχνεσιν ἐπιβαίνειν SIG708.5 (Istropolis, ii B.C.); στοιχεῖς τὸν νόμον φυλάσσων observest it regularly, Act.Ap. 21.24.
German (Pape)
[Seite 946] in einer Reihe neben oder hinter einander stehen, ἐφεξῆς εἶναι κατὰ βάθος, Poll. 1, 127; ἡ ἑκατοστὺς στοιχοῦσα ἑπέσθω, in einer langen Reihe, Xen. Cyr. 6, 3, 34. Dah. = folgen, στοιχεῖν τῇ προθέσει τινός, Pol. 28, 5, 6; N. T.; die athenischen Epheben schworen nach Poll. 8, 105 u. Stob. Floril. 43, 48 οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω, neben dem ich in Reihe und Glied stehen werde – Bes. von Tanzenden, beim Reigen neben einander, in einem Gliede stehen, Jac. Philostr. 647. – Uebertr., beitreten, beistimmen, τινί, στοιχεῖν μιᾷ γυναικί, mit einer Frau zufrieden sein, Schol. Ar. Plut. 773.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχέω: μέλλ. -ήσω, (στοῖχος) πορεύομαι κατὰ στοῖχον ἢ γραμμήν, ἐπὶ κυμάτων, Ἀλακῖ. 11 Ahr.· μὴ ἐγκαταλιπεῖν τὸν παραστάτην, ᾦ στοιχοίη, παρ’ ᾧ ἔπρεπε νὰ βαδίζῃ ἢ ἵσταται μαχόμενος, - εἰλημμένον ἐκ τοῦ ὅρκου τοῦ Ἀθηναίου πολίτου, παρὰ Στοβ. 243. 21, Πολυδ. Η΄ , 105· - ἐντεῦθεν, βαίνω ἐν τάξει μάχης, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34, Ἱππαρχ. 5. 7· - ὀρχοῦμαι κατὰ στοίχους ἢ σειράς, Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 647· εἶμαι διηυθετημένος κατὰ σειράς, ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 5, πρβλ. 3. 5, 3· κατὰ τὸ στοιχοῦν, ἐν συνεπείᾳ, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10, 3. ΙΙ. μετὰ δοτ., ἀποτελῶ στοιχεῖον ἢ γραμμήν, βαδίζω παρά τινι, ὑποτάσσομαι εἴς τινα, τῇ προθέσει τῆς συγκλήτου Πολύβ. 28. 5, 6· ταῖς πλείεσι γνώμαις Διον. Ἁλ. 6. 65· τῷ νομίσματι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις αὐτόθι 11. 59· τῷ κανόνι τούτῳ Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄ , 25, πρβλ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 16· τοῖς ἴχνεσι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 12· μιᾷ στ., ἀρκοῦμαι εἰς μίαν σύζυγον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 773. ΙΙΙ. στοιχεῖς φυλάσσων τὸν νόμον, φυλλάττεις αὐτὸν κανονικῶς, τακτικῶς, Πράξ. Ἀποσπ. κα΄, 24.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être aligné ou marcher en rang;
2 se conformer à, τινι.
Étymologie: στοῖχος.