αὐτοσχεδιαστής: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτοσχεδιαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ προχείρου πράττων ἤ ὁμιλῶν καὶ ἑπομ., ἀρχάριος, [[ἀνεπιτήδειος]], [[τεχνίτης]] Ξεν. Πολ. Λακ. 13, 5. | |lstext='''αὐτοσχεδιαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ προχείρου πράττων ἤ ὁμιλῶν καὶ ἑπομ., ἀρχάριος, [[ἀνεπιτήδειος]], [[τεχνίτης]] Ξεν. Πολ. Λακ. 13, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui s’occupe de qch sans y être préparé.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτοσχεδιάζω]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[τεχνίτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who acts or speaks offhand: and so, raw hand, bungler, opp. τεχνίτης, X.Lac.13.5.
German (Pape)
[Seite 403] ὁ, der ohne Vorbereitung u. Ueberlegung spricht u. handelt, dah. Pfuscher, Ggstz τεχνίτης Xen. Lac. 13. 5.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχεδιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ προχείρου πράττων ἤ ὁμιλῶν καὶ ἑπομ., ἀρχάριος, ἀνεπιτήδειος, τεχνίτης Ξεν. Πολ. Λακ. 13, 5.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui s’occupe de qch sans y être préparé.
Étymologie: αὐτοσχεδιάζω.
Ant. τεχνίτης.