δεκακυμία: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεκακῡμία''': ἡ, ([[κῦμα]]) [[δέκα]] ἀλλεπάλληλα κύματα, τὸ δέκατον (δηλ. κατακαλύπτον) [[κῦμα]], φοβερὰ [[τρικυμία]] (fluctus decumanus), Λουκ. Μισθ. συν. 2· πρβλ. [[τρικυμία]].
|lstext='''δεκακῡμία''': ἡ, ([[κῦμα]]) [[δέκα]] ἀλλεπάλληλα κύματα, τὸ δέκατον (δηλ. κατακαλύπτον) [[κῦμα]], φοβερὰ [[τρικυμία]] (fluctus decumanus), Λουκ. Μισθ. συν. 2· πρβλ. [[τρικυμία]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />la dixième vague, <i>càd</i> vague énorme (<i>lat.</i> fluctus decumanus).<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[κῦμα]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκακῡμία Medium diacritics: δεκακυμία Low diacritics: δεκακυμία Capitals: ΔΕΚΑΚΥΜΙΑ
Transliteration A: dekakymía Transliteration B: dekakymia Transliteration C: dekakymia Beta Code: dekakumi/a

English (LSJ)

ἡ, (κῦμα)

   A tenth (i.e. overwhelming) wave, Luc.Merc.Cond.2.

German (Pape)

[Seite 542] ἡ, (zehnfach) starke Fluth, fluctus decumanus, Luc. Merc. cond. 2.

Greek (Liddell-Scott)

δεκακῡμία: ἡ, (κῦμα) δέκα ἀλλεπάλληλα κύματα, τὸ δέκατον (δηλ. κατακαλύπτον) κῦμα, φοβερὰ τρικυμία (fluctus decumanus), Λουκ. Μισθ. συν. 2· πρβλ. τρικυμία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la dixième vague, càd vague énorme (lat. fluctus decumanus).
Étymologie: δέκα, κῦμα.