ἀπαισχύνομαι: Difference between revisions
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαισχύνομαι''': ἀποθ. συστέλλομαι ἐξ αἰσχύνης, ἀποσύρομαι ἐντρεπόμενος, ἀρνοῦμαι [[ἕνεκα]] ἐντροπῆς, Πλάτ. Γοργ. 494C· πρβλ. [[ἀποδειλιάω]]. | |lstext='''ἀπαισχύνομαι''': ἀποθ. συστέλλομαι ἐξ αἰσχύνης, ἀποσύρομαι ἐντρεπόμενος, ἀρνοῦμαι [[ἕνεκα]] ἐντροπῆς, Πλάτ. Γοργ. 494C· πρβλ. [[ἀποδειλιάω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s’abstenir par pudeur, rougir de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αἰσχύνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A shrink back or refuse through shame, Pl.Grg. 494c, Phld.Lib.p.34O.
German (Pape)
[Seite 275] aus Scham von etwas abstehen, es unterlassen, ἀπαισχυνοῦμαι u. ἀπῃσχύνθην, Plat. Gorg. 494 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαισχύνομαι: ἀποθ. συστέλλομαι ἐξ αἰσχύνης, ἀποσύρομαι ἐντρεπόμενος, ἀρνοῦμαι ἕνεκα ἐντροπῆς, Πλάτ. Γοργ. 494C· πρβλ. ἀποδειλιάω.