ἀποδρέπω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδρέπω''': μέλλ. -ψω, ἀποκόπτων, [[συλλέγω]], ἀπόδρεπε [[οἴκαδε]] [[βότρυς]], κόπτε καὶ [[φέρε]] αὐτοὺς εἰς τὴν οἰκίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 608· ἀπ. καρπὸν ἥβας Πινδ. Π. 9. 193, πρβλ. Ο. 1. 20, [[οὕτως]] ἐν μέσ. τύπ., μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 87. 8· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 303, Πλούτ. 2. 79D.
|lstext='''ἀποδρέπω''': μέλλ. -ψω, ἀποκόπτων, [[συλλέγω]], ἀπόδρεπε [[οἴκαδε]] [[βότρυς]], κόπτε καὶ [[φέρε]] αὐτοὺς εἰς τὴν οἰκίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 608· ἀπ. καρπὸν ἥβας Πινδ. Π. 9. 193, πρβλ. Ο. 1. 20, [[οὕτως]] ἐν μέσ. τύπ., μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 87. 8· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 303, Πλούτ. 2. 79D.
}}
{{bailly
|btext=cueillir;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποδρέπομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δρέπω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδρέπω Medium diacritics: ἀποδρέπω Low diacritics: αποδρέπω Capitals: ΑΠΟΔΡΕΠΩ
Transliteration A: apodrépō Transliteration B: apodrepō Transliteration C: apodrepo Beta Code: a)podre/pw

English (LSJ)

   A pluck off, ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς pluck and take them home, Hes.Op. 611; pluck off hair, Hp.Mul.2.106: metaph., ἀ.καρπὸν ἥβας Pi.P..9.110, cf. O.1.13; τὸν ἀφροδισίων κῆπον Archipp.2 D.:—Med., μαλθακᾶς ὥρας ἀρας καρπὸν δρέπεσθαι Pi.Fr.122.8, cf. AP6.303 (Aristo), Plu. 2.79d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδρέπω: μέλλ. -ψω, ἀποκόπτων, συλλέγω, ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς, κόπτε καὶ φέρε αὐτοὺς εἰς τὴν οἰκίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 608· ἀπ. καρπὸν ἥβας Πινδ. Π. 9. 193, πρβλ. Ο. 1. 20, οὕτως ἐν μέσ. τύπ., μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 87. 8· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 303, Πλούτ. 2. 79D.

French (Bailly abrégé)

cueillir;
Moy. ἀποδρέπομαι m. sign.
Étymologie: ἀπό, δρέπω.