ἀπομυθέομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπομῡθέομαι''': ἀποθ. ἀπαγορεύω, [[ἀποτρέπω]], [[κωλύω]], [[μάλα]] γάρ τοι ἔγωγε πόλλ’ ἀπεμυθεόμην Ἰλ. Ι. 109. ΙΙ. = [[ἀπολογέομαι]] Στράττις ἐν Ἀδήλ. 14 (Α. Β. 421. 14). | |lstext='''ἀπομῡθέομαι''': ἀποθ. ἀπαγορεύω, [[ἀποτρέπω]], [[κωλύω]], [[μάλα]] γάρ τοι ἔγωγε πόλλ’ ἀπεμυθεόμην Ἰλ. Ι. 109. ΙΙ. = [[ἀπολογέομαι]] Στράττις ἐν Ἀδήλ. 14 (Α. Β. 421. 14). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><b>1</b> déconseiller : τινί [[τι]] qch à qqn;<br /><b>2</b> se justifier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μυθέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A dissuade, μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ' ἀπεμυθεόμην Il. 9.109. II = ἀπολογέομαι, Stratt.72.
German (Pape)
[Seite 315] ausreden, abrathen, Il. 9, 109 μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ' ἀπεμυθεόμην; Stratt. bei A. B. 421 ἀπεμυθήσω, durch ἀπελογήσω erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομῡθέομαι: ἀποθ. ἀπαγορεύω, ἀποτρέπω, κωλύω, μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ’ ἀπεμυθεόμην Ἰλ. Ι. 109. ΙΙ. = ἀπολογέομαι Στράττις ἐν Ἀδήλ. 14 (Α. Β. 421. 14).
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
1 déconseiller : τινί τι qch à qqn;
2 se justifier.
Étymologie: ἀπό, μυθέω.