ἀργήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργήεις''': εσσα, εν, Δωρ. ἀργάεις, συνῃρ. ἀργᾷς, γεν. ᾶντος, (ἴδε [[ἀργός]]): - [[λευκός]], λάμπων, ταῦρον ἀργᾶντα, Πινδ. Ο. 13. 99˙ ἐν ἀργάεντι μαστῷ ὁ αὐτ. Π. 4. 14˙ καὶ [[οὕτως]] ἔπρεπε νὰ ἀναγνῶμεν ἀργᾷς ἀντὶ [[ἀργίας]] ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 115˙ ἴδε ἐν λ. [[πύγαργος]]: - μετ’ οὐδ., ἀργῆντα χαλινὰ Ὀππ. Κ. 2. 140, ἐπὶ τοῦ Βορρᾶ, πρβλ. ἀργῆντες ἄελλαι Ὀρφ. Ἀργ. 685, ὡς τὸ [[ἀργεστής]].
|lstext='''ἀργήεις''': εσσα, εν, Δωρ. ἀργάεις, συνῃρ. ἀργᾷς, γεν. ᾶντος, (ἴδε [[ἀργός]]): - [[λευκός]], λάμπων, ταῦρον ἀργᾶντα, Πινδ. Ο. 13. 99˙ ἐν ἀργάεντι μαστῷ ὁ αὐτ. Π. 4. 14˙ καὶ [[οὕτως]] ἔπρεπε νὰ ἀναγνῶμεν ἀργᾷς ἀντὶ [[ἀργίας]] ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 115˙ ἴδε ἐν λ. [[πύγαργος]]: - μετ’ οὐδ., ἀργῆντα χαλινὰ Ὀππ. Κ. 2. 140, ἐπὶ τοῦ Βορρᾶ, πρβλ. ἀργῆντες ἄελλαι Ὀρφ. Ἀργ. 685, ὡς τὸ [[ἀργεστής]].
}}
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν ; <i>gén.</i> ήεντος;<br /><i>p. contr.</i> [[ἀργῇς]], ῆσσα, ῆν ; <i>gén.</i> ῆντος;<br /><i>c.</i> [[ἀργής]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργήεις Medium diacritics: ἀργήεις Low diacritics: αργήεις Capitals: ΑΡΓΗΕΙΣ
Transliteration A: argḗeis Transliteration B: argēeis Transliteration C: argieis Beta Code: a)rgh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν: Dor. ἀργάεις, contr. ἀργᾶς, gen. ᾶντος: (v. ἀργός):—

   A white, shining, ταῦρον ἀργᾶντα Pi.O.13.69; ἐν ἀργάεντι (v.l. ἀργινόεντι) μαστῷ Id.P.4.8; οἰωνός . . ἔξοπιν ἀργᾶς, = πύγαργος, prob. in A.Ag.115 (lyr.).    2 = ἀργεστής, ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. A.128, cf. 685.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργήεις: εσσα, εν, Δωρ. ἀργάεις, συνῃρ. ἀργᾷς, γεν. ᾶντος, (ἴδε ἀργός): - λευκός, λάμπων, ταῦρον ἀργᾶντα, Πινδ. Ο. 13. 99˙ ἐν ἀργάεντι μαστῷ ὁ αὐτ. Π. 4. 14˙ καὶ οὕτως ἔπρεπε νὰ ἀναγνῶμεν ἀργᾷς ἀντὶ ἀργίας ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 115˙ ἴδε ἐν λ. πύγαργος: - μετ’ οὐδ., ἀργῆντα χαλινὰ Ὀππ. Κ. 2. 140, ἐπὶ τοῦ Βορρᾶ, πρβλ. ἀργῆντες ἄελλαι Ὀρφ. Ἀργ. 685, ὡς τὸ ἀργεστής.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν ; gén. ήεντος;
p. contr. ἀργῇς, ῆσσα, ῆν ; gén. ῆντος;
c. ἀργής.