ἀπόκινος: Difference between revisions
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόκῑνος''': ὁ, ([[κινέω]]) [[εἶδος]] ἀσελγοῦς ὀρχήσεως, ἣν [[ὕστερον]] μακτρισμόν ἐκάλεσαν, Κρατῖνος ἐν «Νέμεσει» 13, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 269, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 101, Ἀθήν. 629C: ― μεταφορ., ἀπόκινον εὑρέ, εὑρὲ [[μέσον]] τι [[ὅπως]] χορεύοντες αὐτομολήσωμεν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 20. | |lstext='''ἀπόκῑνος''': ὁ, ([[κινέω]]) [[εἶδος]] ἀσελγοῦς ὀρχήσεως, ἣν [[ὕστερον]] μακτρισμόν ἐκάλεσαν, Κρατῖνος ἐν «Νέμεσει» 13, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 269, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 101, Ἀθήν. 629C: ― μεταφορ., ἀπόκινον εὑρέ, εὑρὲ [[μέσον]] τι [[ὅπως]] χορεύοντες αὐτομολήσωμεν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> fuite, évasion;<br /><b>2</b> sorte de danse comique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κινέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (κινέω)
A comic dance, of an indecent nature, Cratin.120, Ar.Fr.275, Poll.4.101, Ath.14.629c: metaph., ἀπόκινον εὑρέ find some way of dancing off or off or escaping, Ar.Eq.20.
German (Pape)
[Seite 307] (κινέω), ὁ, 1) das Entfliehen, ἀπόκινον εὗρε ἀπὸ τοῦ δεσπότου Ar. Equ. 20, Schol. φυγή. – 2) ein komischer Tanz, Poll. 4, 101; Comic. Ath. XIV. 629 c. – Nach B. A. 429 auch ὁ τῶν κιναιδογράφων ἴαμβος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκῑνος: ὁ, (κινέω) εἶδος ἀσελγοῦς ὀρχήσεως, ἣν ὕστερον μακτρισμόν ἐκάλεσαν, Κρατῖνος ἐν «Νέμεσει» 13, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 269, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 101, Ἀθήν. 629C: ― μεταφορ., ἀπόκινον εὑρέ, εὑρὲ μέσον τι ὅπως χορεύοντες αὐτομολήσωμεν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 20.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 fuite, évasion;
2 sorte de danse comique.
Étymologie: ἀπό, κινέω.