ἀποσκυδμαίνω: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσκυδμαίνω''': ὀργίζομαι σφοδρῶς κατά τινος, Ἥρη, μὴ δὴ [[πάμπαν]] ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν, ὀργίζου ἢ ἐπιμέμφου, Ἰλ. Ω. 65, «ἀποσκύδμαινε· ὀργίζου, χολοῦ, μέμφου» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀποσκυδμαίνω''': ὀργίζομαι σφοδρῶς κατά τινος, Ἥρη, μὴ δὴ [[πάμπαν]] ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν, ὀργίζου ἢ ἐπιμέμφου, Ἰλ. Ω. 65, «ἀποσκύδμαινε· ὀργίζου, χολοῦ, μέμφου» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s’irriter contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκυδμαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be enraged with, μὴ . . ἀποσκύδμαινε θεοῖσι Il.24.65.
German (Pape)
[Seite 325] heftig grollen, zürnen, τινί Il. 24. 65.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκυδμαίνω: ὀργίζομαι σφοδρῶς κατά τινος, Ἥρη, μὴ δὴ πάμπαν ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν, ὀργίζου ἢ ἐπιμέμφου, Ἰλ. Ω. 65, «ἀποσκύδμαινε· ὀργίζου, χολοῦ, μέμφου» Ἡσύχ.