ἀποδίομαι: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδίομαι''': ἀποθ., ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀποδιώκω]], αἴ κεν Ἄρηα... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι ([[μετὰ]] ᾱ ἐν ἄρσει) Ἰλ. Ε. 763.
|lstext='''ἀποδίομαι''': ἀποθ., ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀποδιώκω]], αἴ κεν Ἄρηα... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι ([[μετὰ]] ᾱ ἐν ἄρσει) Ἰλ. Ε. 763.
}}
{{bailly
|btext=<i>sbj.</i> ἀποδίωμαι;<br />repousser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], *[[δίομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδίομαι Medium diacritics: ἀποδίομαι Low diacritics: αποδίομαι Capitals: ΑΠΟΔΙΟΜΑΙ
Transliteration A: apodíomai Transliteration B: apodiomai Transliteration C: apodiomai Beta Code: a)podi/omai

English (LSJ)

poet. for ἀποδιώκω, αἴ κεν Ἄρηα . . μάχης ἐξ ἀποδίωμαι (with ᾱ metri gr.) Il.5.763.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδίομαι: ἀποθ., ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀποδιώκω, αἴ κεν Ἄρηα... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι (μετὰ ᾱ ἐν ἄρσει) Ἰλ. Ε. 763.

French (Bailly abrégé)

sbj. ἀποδίωμαι;
repousser.
Étymologie: ἀπό, *δίομαι.