ἀρίδακρυς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρίδακρῠς''': υ, γεν. -υος, ὁ [[πολύδακρυς]] [[γόος]] Αἰσχύλ. Πέρς. 947˙ ἐπὶ προσ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 1. 1, πρβλ. 30. 1, 7˙ παροιμ. , ἀριδάκρυες ἀνέρες ἐσθλοὶ Σχόλ. Ἐν. εἰς Ἰλ. Α. 349.
|lstext='''ἀρίδακρῠς''': υ, γεν. -υος, ὁ [[πολύδακρυς]] [[γόος]] Αἰσχύλ. Πέρς. 947˙ ἐπὶ προσ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 1. 1, πρβλ. 30. 1, 7˙ παροιμ. , ἀριδάκρυες ἀνέρες ἐσθλοὶ Σχόλ. Ἐν. εἰς Ἰλ. Α. 349.
}}
{{bailly
|btext=υς, υ;<br />accompagné de larmes abondantes.<br />'''Étymologie:''' ἀρι-, [[δάκρυ]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρῐδακρῠς Medium diacritics: ἀρίδακρυς Low diacritics: αρίδακρυς Capitals: ΑΡΙΔΑΚΡΥΣ
Transliteration A: arídakrys Transliteration B: aridakrys Transliteration C: aridakrys Beta Code: a)ri/dakrus

English (LSJ)

υ, gen. υος,

   A very tearful, γόος A.Pers.947 (lyr.); of persons, Arist.HA608b9, Pr. 953b11: prov., ἀριδάκρυες ἀνέρες ἐσθλοί Sch. Ven.Il.1.349; but in bad sense, Ph.2.269.

German (Pape)

[Seite 350] υος, dasselbe, γόος Aesch. Pers. 910; ἀγαθοὶ δ' ἀριδάκρυες ἄνδρες Zen. 1, 14. Vgl. Schol. Il. 19, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίδακρῠς: υ, γεν. -υος, ὁ πολύδακρυς γόος Αἰσχύλ. Πέρς. 947˙ ἐπὶ προσ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 1. 1, πρβλ. 30. 1, 7˙ παροιμ. , ἀριδάκρυες ἀνέρες ἐσθλοὶ Σχόλ. Ἐν. εἰς Ἰλ. Α. 349.

French (Bailly abrégé)

υς, υ;
accompagné de larmes abondantes.
Étymologie: ἀρι-, δάκρυ.