ἀριστίζω: Difference between revisions

From LSJ

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀριστίζω''': [ᾱρ-]: μέλλ -ίσω, [[παρέχω]] εἴς τινα ἄριστον, πρόγευμα, ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμψεν Ἀριστοφ. Ἱππ. 538· τούτους ἀρίστισον εὖ ὁ αὐτ. Ὄρν. 659· τὴν πόλιν ἀριστίζων ἐπὶ πενταετίαν Ἐπιγρ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 42: ― Μέσ. [[λαμβάνω]] ἄριστον, [[προγευματίζω]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.
|lstext='''ἀριστίζω''': [ᾱρ-]: μέλλ -ίσω, [[παρέχω]] εἴς τινα ἄριστον, πρόγευμα, ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμψεν Ἀριστοφ. Ἱππ. 538· τούτους ἀρίστισον εὖ ὁ αὐτ. Ὄρν. 659· τὴν πόλιν ἀριστίζων ἐπὶ πενταετίαν Ἐπιγρ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 42: ― Μέσ. [[λαμβάνω]] ἄριστον, [[προγευματίζω]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.
}}
{{bailly
|btext=donner à dîner à, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀριστίζομαι dîner.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστον]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστίζω Medium diacritics: ἀριστίζω Low diacritics: αριστίζω Capitals: ΑΡΙΣΤΙΖΩ
Transliteration A: aristízō Transliteration B: aristizō Transliteration C: aristizo Beta Code: a)risti/zw

English (LSJ)

   A give one breakfast, ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμψεν Ar.Eq.538; τούτους ἀρίστισον εὖ Id.Av.659; τὴν πόλιν ἀ. ἐπὶ πενταετίαν IG7.2712.62 (Acraephia):—Med., breakfast, Hp.VM10.

German (Pape)

[Seite 352] mit einem Frühstück bewirthen, Ar. Equ. 536 Av. 659; ἀριστίσας ἑαυτόν Diod. com. Ath. VI, 234 c (v. 12); Hippocr. – Med., frühstücken.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστίζω: [ᾱρ-]: μέλλ -ίσω, παρέχω εἴς τινα ἄριστον, πρόγευμα, ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμψεν Ἀριστοφ. Ἱππ. 538· τούτους ἀρίστισον εὖ ὁ αὐτ. Ὄρν. 659· τὴν πόλιν ἀριστίζων ἐπὶ πενταετίαν Ἐπιγρ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 42: ― Μέσ. λαμβάνω ἄριστον, προγευματίζω, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.

French (Bailly abrégé)

donner à dîner à, acc.;
Moy. ἀριστίζομαι dîner.
Étymologie: ἄριστον.