ἁρπακτήρ: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁρπακτήρ''': ὁ ληστής, Ἰλ. Ω. 262, Ὀππ. Ἁλ. 1. 373· [[ὡσαύτως]] Καλλ. Ἐπιγράμμ. 2. 6, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ἁρπακτής, Γλωσσ., [[προσέτι]], ἁρπάκτωρ, ἐν Ἐφραίμ. Καισ. 1194. | |lstext='''ἁρπακτήρ''': ὁ ληστής, Ἰλ. Ω. 262, Ὀππ. Ἁλ. 1. 373· [[ὡσαύτως]] Καλλ. Ἐπιγράμμ. 2. 6, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ἁρπακτής, Γλωσσ., [[προσέτι]], ἁρπάκτωρ, ἐν Ἐφραίμ. Καισ. 1194. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />ravisseur.<br />'''Étymologie:''' [[ἁρπάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A robber, Il.24.262, Opp.H.1.373; Περσεφονείης Nonn.D.6.92, Jul. Or.2.87a.
German (Pape)
[Seite 358] ῆρος, ὁ, der Räuber, Il. 24, 262 u. sp. D., z. B. Ἅιδης Callim. ep. 47 (VII, 80).
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπακτήρ: ὁ ληστής, Ἰλ. Ω. 262, Ὀππ. Ἁλ. 1. 373· ὡσαύτως Καλλ. Ἐπιγράμμ. 2. 6, μετὰ διαφ. γραφ. ἁρπακτής, Γλωσσ., προσέτι, ἁρπάκτωρ, ἐν Ἐφραίμ. Καισ. 1194.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
ravisseur.
Étymologie: ἁρπάζω.