ἀταλάφρων: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀταλάφρων''': -ον, γεν. ονος ([[φρονέω]]) ὁ ἀταλάς, τρυφεράς ἔχων φρένας, ὁ [[ἁπαλόφρων]], ἐπὶ νηπίου, παῖδ’ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ’ ἀταλάφρονα, νήπιον [[αὔτως]] Ἰλ. Ζ. 400· δι. γρ. [[ἀταλόφρων]], Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 325. 13.
|lstext='''ἀταλάφρων''': -ον, γεν. ονος ([[φρονέω]]) ὁ ἀταλάς, τρυφεράς ἔχων φρένας, ὁ [[ἁπαλόφρων]], ἐπὶ νηπίου, παῖδ’ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ’ ἀταλάφρονα, νήπιον [[αὔτως]] Ἰλ. Ζ. 400· δι. γρ. [[ἀταλόφρων]], Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 325. 13.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />à l’esprit enfantin, naïf.<br />'''Étymologie:''' [[ἀταλός]], [[φρήν]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτᾰλάφρων Medium diacritics: ἀταλάφρων Low diacritics: αταλάφρων Capitals: ΑΤΑΛΑΦΡΩΝ
Transliteration A: ataláphrōn Transliteration B: atalaphrōn Transliteration C: atalafron Beta Code: a)tala/frwn

English (LSJ)

[ᾰτ], ον, gen. ονος, (φρονέω)

   A tender-minded, of a child in arms, Il.6.400, Q.S.13.122:—also in form ἀταλόφρων, IG12(8).600.14 (Thasos).

German (Pape)

[Seite 383] = ἀταλὰ φρονέων, kindlich denkend, noch schwach, zart an Geist, Iliad. 6, 400 παῖδα ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως.

Greek (Liddell-Scott)

ἀταλάφρων: -ον, γεν. ονος (φρονέω) ὁ ἀταλάς, τρυφεράς ἔχων φρένας, ὁ ἁπαλόφρων, ἐπὶ νηπίου, παῖδ’ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ’ ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως Ἰλ. Ζ. 400· δι. γρ. ἀταλόφρων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 325. 13.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit enfantin, naïf.
Étymologie: ἀταλός, φρήν.