αὐτάδελφος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτάδελφος''': -ον, [[ἀδελφικός]], ὁ ἀνήκων εἰς αὐτὸν τὸν ἀδελφόν, ἀλλ΄ αὐτάδελφον [[αἷμα]] δρέψασθαι θέλεις; Αὐσχύλ. Θήβ. 718, Εὐμ. 89· ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης [[κάρα]] Σοφ. Ἀντ. 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὁ καθ΄ αὑτὸ [[ἀδελφός]], ὁ ἐκ τῶν αὐτῶν γονέων ἀδελφὸς ἢ [[ἀδελφή]], [[αὐτόθι]] 503, 696.
|lstext='''αὐτάδελφος''': -ον, [[ἀδελφικός]], ὁ ἀνήκων εἰς αὐτὸν τὸν ἀδελφόν, ἀλλ΄ αὐτάδελφον [[αἷμα]] δρέψασθαι θέλεις; Αὐσχύλ. Θήβ. 718, Εὐμ. 89· ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης [[κάρα]] Σοφ. Ἀντ. 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὁ καθ΄ αὑτὸ [[ἀδελφός]], ὁ ἐκ τῶν αὐτῶν γονέων ἀδελφὸς ἢ [[ἀδελφή]], [[αὐτόθι]] 503, 696.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />du propre frère, de la propre sœur ; ὁ, ἡ [[αὐτάδελφος]] le propre frère, la propre sœur.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἀδελφός]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτάδελφος Medium diacritics: αὐτάδελφος Low diacritics: αυτάδελφος Capitals: ΑΥΤΑΔΕΛΦΟΣ
Transliteration A: autádelphos Transliteration B: autadelphos Transliteration C: aftadelfos Beta Code: au)ta/delfos

English (LSJ)

ον (η, ον Sch.E.Hec.944)

   A brother's or sister's, αἷμα A.Th.718, Eu.89; αὐ. Ἰσμήνης κάρα S.Ant.1.    II Subst., one's own brother or sister, ib.503,696:—later αὐτ-αδέλφη, ἡ, Sch.E.Ph.135.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτάδελφος: -ον, ἀδελφικός, ὁ ἀνήκων εἰς αὐτὸν τὸν ἀδελφόν, ἀλλ΄ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις; Αὐσχύλ. Θήβ. 718, Εὐμ. 89· ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα Σοφ. Ἀντ. 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὁ καθ΄ αὑτὸ ἀδελφός, ὁ ἐκ τῶν αὐτῶν γονέων ἀδελφὸς ἢ ἀδελφή, αὐτόθι 503, 696.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du propre frère, de la propre sœur ; ὁ, ἡ αὐτάδελφος le propre frère, la propre sœur.
Étymologie: αὐτός, ἀδελφός.