γαλαξίας: Difference between revisions
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γᾰλαξίας''': -ου, ὁ:<br />1) (ἐξυπακ. [[κύκλος]]), ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ λευκὸς καὶ [[πολύαστρος]] [[δρόμος]] (κοιν. ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς) Λατ. circulus lacteus, via lactea, Διόδ. 5. 23, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 16, κτλ.· παρὰ Πτολεμ., [[γαλακτίας]]. <br />ΙΙ. (ἐξυπακ. [[λίθος]]) = [[γαλακτίτης]], Διοσκ. 5. 152. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, Γαλην. 6. σ. 395, [[ἔνθα]] γαλεξίας. | |lstext='''γᾰλαξίας''': -ου, ὁ:<br />1) (ἐξυπακ. [[κύκλος]]), ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ λευκὸς καὶ [[πολύαστρος]] [[δρόμος]] (κοιν. ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς) Λατ. circulus lacteus, via lactea, Διόδ. 5. 23, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 16, κτλ.· παρὰ Πτολεμ., [[γαλακτίας]]. <br />ΙΙ. (ἐξυπακ. [[λίθος]]) = [[γαλακτίτης]], Διοσκ. 5. 152. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, Γαλην. 6. σ. 395, [[ἔνθα]] γαλεξίας. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de lait, lacté : ὁ [[γαλαξίας]] [[κύκλος]] PLUT la voie lactée <i>litt.</i> le cercle lacté.<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ: 1 (sc. κύκλος) the milky way, D.S.5.23, Luc.VH1.16, Man.2.116, etc.; in full, γ. κύκλος Placit.2.7.1, Sallust.4. II (sc. λίθος) = λίθος μόροχθος, tailor's chalk, Dsc.5.134. III = γαλεός 1, Gal.6.727 (v.l. γαλεξ-).
German (Pape)
[Seite 471] ὁ (sc. κύκλος, was oft dabei steht, D. Sic. 5, 23), 1) die Milchstraße, D. Sic. 5, 23; Luc. V. Hist. 1, 16 u. a. Sp. – 2) λίθος, = γαλακτίτης, Plin. 37, 10.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλαξίας: -ου, ὁ:
1) (ἐξυπακ. κύκλος), ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ λευκὸς καὶ πολύαστρος δρόμος (κοιν. ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς) Λατ. circulus lacteus, via lactea, Διόδ. 5. 23, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 16, κτλ.· παρὰ Πτολεμ., γαλακτίας.
ΙΙ. (ἐξυπακ. λίθος) = γαλακτίτης, Διοσκ. 5. 152. ΙΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Γαλην. 6. σ. 395, ἔνθα γαλεξίας.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de lait, lacté : ὁ γαλαξίας κύκλος PLUT la voie lactée litt. le cercle lacté.
Étymologie: γάλα.