γαζοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαζοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ [[θησαυροφύλαξ]], [[ταμίας]], Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 261Β, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι.11.1,3· - γαζοφυλακέω, Διόδ. 17.74· - γαζοφῠλάκιον, τό, [[θησαυροφυλάκιον]], [[ταμεῖον]], Λατ. aerarium, Στράβ. 319, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 1, κ. ἀλλ.
|lstext='''γαζοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ [[θησαυροφύλαξ]], [[ταμίας]], Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 261Β, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι.11.1,3· - γαζοφυλακέω, Διόδ. 17.74· - γαζοφῠλάκιον, τό, [[θησαυροφυλάκιον]], [[ταμεῖον]], Λατ. aerarium, Στράβ. 319, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 1, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />gardien du trésor, trésorier.<br />'''Étymologie:''' [[γάζα]], [[φύλαξ]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾱζοφύλαξ Medium diacritics: γαζοφύλαξ Low diacritics: γαζοφύλαξ Capitals: ΓΑΖΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: gazophýlax Transliteration B: gazophylax Transliteration C: gazofylaks Beta Code: gazofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A treasurer, Phylarch.29, LXX 1 Ch.28.1, Str.16.2.40, J.AJ11.1.3, Plu.Demetr.25; written γαζζο-, Syria 5.347 (Dura).

German (Pape)

[Seite 470] ακος, ὁ, Schatzwächter, -meister, Phylarch. bei Ath. VI, 261 b; Plut. relp. ger. praec. 31.

Greek (Liddell-Scott)

γαζοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ θησαυροφύλαξ, ταμίας, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 261Β, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι.11.1,3· - γαζοφυλακέω, Διόδ. 17.74· - γαζοφῠλάκιον, τό, θησαυροφυλάκιον, ταμεῖον, Λατ. aerarium, Στράβ. 319, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 1, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien du trésor, trésorier.
Étymologie: γάζα, φύλαξ.