γαζοφύλαξ

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾱζοφῠ́λᾰξ Medium diacritics: γαζοφύλαξ Low diacritics: γαζοφύλαξ Capitals: ΓΑΖΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: gazophýlax Transliteration B: gazophylax Transliteration C: gazofylaks Beta Code: gazofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, treasurer, Phylarch.29, LXX 1 Ch.28.1, Str.16.2.40, J.AJ11.1.3, Plu.Demetr.25; written γαζζο-, Syria 5.347 (Dura).

Spanish (DGE)

(γᾱζοφύλαξ) -ακος, ὁ
• Grafía: graf. γαζζο- FDE 50 (III d.C.), γανζο- Res gestae Saporis 66
• Prosodia: [-ῠ-]
1 encargado del tesoro real, tesorero Phylarch.31, LXX 1Pa.28.1, 1Es.8.45, PCair.Zen.36.4 (III a.C.), Plu.Demetr.25, FDE l.c., Res gestae Saporis l.c., I.AI 11.13, dud. en PHamb.175.2 (III a.C.).
2 adj. γ. χῶρος lugar donde se guarda el tesoro, depósito de las ofrendas en el templo de Jerusalén, Nonn.Par.Eu.Io.8.20.

German (Pape)

[Seite 470] ακος, ὁ, Schatzwächter, -meister, Phylarch. bei Ath. VI, 261 b; Plut. relp. ger. praec. 31.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien du trésor, trésorier.
Étymologie: γάζα, φύλαξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαζοφύλαξ -ακος, ὁ γάζα, φύλαξ schatbewaarder.

Russian (Dvoretsky)

γαζοφύλαξ: ᾰκος ὁ хранитель казны Plut.

Greek Monolingual

γαζοφύλαξ, ο (AM)
θησαυροφύλακας, ταμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάζα «θησαυρός» + φύλαξ.

Greek Monotonic

γαζοφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, θησαυροφύλακας, ταμίας· από όπου, γαζοφῠλάκιον, τό, θησαυροφυλάκιο, ταμείο, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

γαζοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ θησαυροφύλαξ, ταμίας, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 261Β, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι.11.1,3· - γαζοφυλακέω, Διόδ. 17.74· - γαζοφῠλάκιον, τό, θησαυροφυλάκιον, ταμεῖον, Λατ. aerarium, Στράβ. 319, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 1, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

[from γάζα
a treasurer.