γηθέω: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γηθέω''': γηθεῖ ἐνὶ (συνηρ.) Ἰλ Ξ. 140 (ἕτεροι: γηθέει ἐν...), Δωρ. γᾱθεῖ, Θεόκρ. 1. 54 (ἀλλ’ ὁ πρκμ. κεῖται ἀείποτε ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. παρ’ Ἀττ., ἐκτὸς ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν γηθούση φρενὶ ἐν Αἰσχύλ. Χο 772, καὶ παρατ. ἐπεγήθει (ἴδε κατωτ.) ὁ αὐτ. Πρ. 157)· παρατ. ἐγήθεον Ἰλ. Η. 127, 214· μέλλ. γηθήσω Ἰλ., Ἡσ. · ἀόρ. ἐγήθησα, Ἐπ. γήθησα, Ὅμ., Ἡσ.· πρκμ. γέγηθα, Δωρ. γέγᾱθα (μὲ σημασ. ἐνεστ. ἴδε ἀνωτ.), Ὅμ., Ἀττ.· ὑπερσυντ. ἐγεγήθειν ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 157, Ἐπ. γεγήθειν Ἰλ. Λ. 682, Ν. 494, Δωρ. γεγάθειν, Ἐπίχ. 75, Ahr. Ἰσοδύναμος δέ τις [[τύπος]] [[γήθω]], Δωρ. γάθω, ἀναφερόμενος ὑπὸ τῶν γραμμ., εὕρηται παρ’ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3632· ἀλλὰ μέσ. γήθομαι παρὰ Κ. Σμ. 14. 92, Ἀνθ. Π. 6. 261, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[γαίω]]). Χαίρω, ἀγάλλομαι, Ὅμ.· μ. αἰτ. πράγμ., τίς ἂν τάδε γηθήσειεν Ἰλ. Ι. 77· γ. κατὰ θυμὸν Ν. 416· γηθήσει προφανείσα (δυϊκ.), θὰ χαρῇ ἅμα ἐμφανισθῶμεν, Θ. 378·― [[συχνάκις]] [[μετὰ]] μετοχ., [[χαίρω]] πράττων τι, γέγηθας ζῶν Σοφ. Φ. 1021· πίνων Εὐρ. Κύκλ. 168·― γέγηθε φρένα Ἰλ. Λ. 683, κτλ.· θυμῷ γηθήσας Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 116· ἂν περὶ ψυχὰ γάθησεν Πίνδ. II. 4. 218· ― [[ὡσαύτως]], παλαιαῖσιν ἐν ἀρεταῖς γ. ὁ αὐτ. Ν. 3. 56· καὶ παρ’ Ἀττ., γεγηθέναι ἐπί τινι Σοφ. Ἠλ. 1231, Δημ. 332. 8·― κατὰ μετοχ., γεγηθώς, ὡς τὸ χαίρων, Λατ. impune, ἦ καί γεγ. λέξειν δοκεῖς; Σοφ. Ο. Τ. 368.
|lstext='''γηθέω''': γηθεῖ ἐνὶ (συνηρ.) Ἰλ Ξ. 140 (ἕτεροι: γηθέει ἐν...), Δωρ. γᾱθεῖ, Θεόκρ. 1. 54 (ἀλλ’ ὁ πρκμ. κεῖται ἀείποτε ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. παρ’ Ἀττ., ἐκτὸς ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν γηθούση φρενὶ ἐν Αἰσχύλ. Χο 772, καὶ παρατ. ἐπεγήθει (ἴδε κατωτ.) ὁ αὐτ. Πρ. 157)· παρατ. ἐγήθεον Ἰλ. Η. 127, 214· μέλλ. γηθήσω Ἰλ., Ἡσ. · ἀόρ. ἐγήθησα, Ἐπ. γήθησα, Ὅμ., Ἡσ.· πρκμ. γέγηθα, Δωρ. γέγᾱθα (μὲ σημασ. ἐνεστ. ἴδε ἀνωτ.), Ὅμ., Ἀττ.· ὑπερσυντ. ἐγεγήθειν ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 157, Ἐπ. γεγήθειν Ἰλ. Λ. 682, Ν. 494, Δωρ. γεγάθειν, Ἐπίχ. 75, Ahr. Ἰσοδύναμος δέ τις [[τύπος]] [[γήθω]], Δωρ. γάθω, ἀναφερόμενος ὑπὸ τῶν γραμμ., εὕρηται παρ’ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3632· ἀλλὰ μέσ. γήθομαι παρὰ Κ. Σμ. 14. 92, Ἀνθ. Π. 6. 261, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[γαίω]]). Χαίρω, ἀγάλλομαι, Ὅμ.· μ. αἰτ. πράγμ., τίς ἂν τάδε γηθήσειεν Ἰλ. Ι. 77· γ. κατὰ θυμὸν Ν. 416· γηθήσει προφανείσα (δυϊκ.), θὰ χαρῇ ἅμα ἐμφανισθῶμεν, Θ. 378·― [[συχνάκις]] [[μετὰ]] μετοχ., [[χαίρω]] πράττων τι, γέγηθας ζῶν Σοφ. Φ. 1021· πίνων Εὐρ. Κύκλ. 168·― γέγηθε φρένα Ἰλ. Λ. 683, κτλ.· θυμῷ γηθήσας Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 116· ἂν περὶ ψυχὰ γάθησεν Πίνδ. II. 4. 218· ― [[ὡσαύτως]], παλαιαῖσιν ἐν ἀρεταῖς γ. ὁ αὐτ. Ν. 3. 56· καὶ παρ’ Ἀττ., γεγηθέναι ἐπί τινι Σοφ. Ἠλ. 1231, Δημ. 332. 8·― κατὰ μετοχ., γεγηθώς, ὡς τὸ χαίρων, Λατ. impune, ἦ καί γεγ. λέξειν δοκεῖς; Σοφ. Ο. Τ. 368.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> γηθήσω, <i>ao.</i> ἐγήθησα, <i>pf.</i> [[γέγηθα]];<br />se réjouir ; <i>part.</i> γεγηθώς, <i>au sens de</i> χαίρων, ayant sujet de se réjouir, <i>càd</i> sans avoir rien à craindre, impunément.<br />'''Étymologie:''' pour *γαϜθέω, de la R. ΓαϜ, Γαυ, se réjouir.
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηθέω Medium diacritics: γηθέω Low diacritics: γηθέω Capitals: ΓΗΘΕΩ
Transliteration A: gēthéō Transliteration B: gētheō Transliteration C: githeo Beta Code: ghqe/w

English (LSJ)

3sg. γηθεῖ (contr.) Il.14.140, Dor.

   A γᾱθεῖ Theoc.1.54 (but pf. is always used for pres. in Trag., unless γηθούσῃ φρενί be read in A.Ch.772, and impf. ἐπ-εγήθει (v. infr.) in Id.Pr.157 (lyr.)): impf. ἐγήθεον Il.7.127, 214: fut. γηθήσω 8.378, etc.: aor. ἐγήθησα, Ep. γήθησα Hes.Sc.116, Dor. γάθησα Pi.P.4.122, cf. Limen.7: pf. γέγηθα (in pres. sense, v. supr.), Dor. γέγᾱθα with 3sg. γεγάθει Epich. 109 (imper. γέγᾱθι Hymn.Curet.6), Il.8.559, etc.: plpf. ἐγεγήθειν restored by Elmsl. in A.Pr.157, Ep. γεγήθειν Il.11.683, 13.494, Boeot. 3sg. γεγάθι Corinn.Supp.1.27. A collat. form γήθω, Dor. γάθω, mentioned by Hsch., is found in CIG3632 (Ilium), Orph.H.16.10, al.:—Med., γήθομαι Q.S.14.92, AP6.261 (Crin.), S.E.M.11.107: (v. γαίω):—rejoice, c. acc. rei, τίς ἂν τάδε γηθήσειεν Il.9.77; γ. κατὰ θυμόν 13.416; νῶι γηθήσει προφανέντε will rejoice at our appearing, 8.378: freq. c. part., rejoice in doing... γέγηθας ζῶν S.Ph.1021; πίνων E.Cyc.168: γεγήθει φρένα Il.11.683 (but Ἀχιλλῆος κῆρ γηθεῖ 14.140); θυμῷ γηθήσας Hes.Sc.116; ἃν περὶ ψυχὰν γάθησεν Pi.P.4.122; παλαιαῖσιν ἐν ἀρεταῖς γ. Id.N.3.33; γεγηθέναι ἐπί τινι S.El.1231, Hierocl.in CA 5p.427M.: c. dat., ἄλλος ἄλλῳ γέγαθε Axiop.1.23; τοῖς μεγάλοις ἀεὶ κακοῖς γέγηθ' ὁ κόσμος Sotad.15.4: part. γεγηθώς, like χαίρων, Lat. impune, ἦ καὶ γ. ταῦτ' ἀεὶ λέξειν δοκεῖς; S.OT368; but simply, cheerful, φαιδρὸς καὶ γ. D.18.323.

Greek (Liddell-Scott)

γηθέω: γηθεῖ ἐνὶ (συνηρ.) Ἰλ Ξ. 140 (ἕτεροι: γηθέει ἐν...), Δωρ. γᾱθεῖ, Θεόκρ. 1. 54 (ἀλλ’ ὁ πρκμ. κεῖται ἀείποτε ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. παρ’ Ἀττ., ἐκτὸς ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν γηθούση φρενὶ ἐν Αἰσχύλ. Χο 772, καὶ παρατ. ἐπεγήθει (ἴδε κατωτ.) ὁ αὐτ. Πρ. 157)· παρατ. ἐγήθεον Ἰλ. Η. 127, 214· μέλλ. γηθήσω Ἰλ., Ἡσ. · ἀόρ. ἐγήθησα, Ἐπ. γήθησα, Ὅμ., Ἡσ.· πρκμ. γέγηθα, Δωρ. γέγᾱθα (μὲ σημασ. ἐνεστ. ἴδε ἀνωτ.), Ὅμ., Ἀττ.· ὑπερσυντ. ἐγεγήθειν ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 157, Ἐπ. γεγήθειν Ἰλ. Λ. 682, Ν. 494, Δωρ. γεγάθειν, Ἐπίχ. 75, Ahr. Ἰσοδύναμος δέ τις τύπος γήθω, Δωρ. γάθω, ἀναφερόμενος ὑπὸ τῶν γραμμ., εὕρηται παρ’ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3632· ἀλλὰ μέσ. γήθομαι παρὰ Κ. Σμ. 14. 92, Ἀνθ. Π. 6. 261, κτλ. (ἴδε ἐν λ. γαίω). Χαίρω, ἀγάλλομαι, Ὅμ.· μ. αἰτ. πράγμ., τίς ἂν τάδε γηθήσειεν Ἰλ. Ι. 77· γ. κατὰ θυμὸν Ν. 416· γηθήσει προφανείσα (δυϊκ.), θὰ χαρῇ ἅμα ἐμφανισθῶμεν, Θ. 378·― συχνάκις μετὰ μετοχ., χαίρω πράττων τι, γέγηθας ζῶν Σοφ. Φ. 1021· πίνων Εὐρ. Κύκλ. 168·― γέγηθε φρένα Ἰλ. Λ. 683, κτλ.· θυμῷ γηθήσας Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 116· ἂν περὶ ψυχὰ γάθησεν Πίνδ. II. 4. 218· ― ὡσαύτως, παλαιαῖσιν ἐν ἀρεταῖς γ. ὁ αὐτ. Ν. 3. 56· καὶ παρ’ Ἀττ., γεγηθέναι ἐπί τινι Σοφ. Ἠλ. 1231, Δημ. 332. 8·― κατὰ μετοχ., γεγηθώς, ὡς τὸ χαίρων, Λατ. impune, ἦ καί γεγ. λέξειν δοκεῖς; Σοφ. Ο. Τ. 368.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. γηθήσω, ao. ἐγήθησα, pf. γέγηθα;
se réjouir ; part. γεγηθώς, au sens de χαίρων, ayant sujet de se réjouir, càd sans avoir rien à craindre, impunément.
Étymologie: pour *γαϜθέω, de la R. ΓαϜ, Γαυ, se réjouir.