δαΐς: Difference between revisions
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δαΐς''': δαΐδος, Ἀττ. συνῃρ. δᾷς, δᾳδός, ἡ· ([[δαίω]] Α, [[ἀνάπτω]], [[καίω]])· -δαυλός, πυρσὸς ἐκ δᾳδίου, Λατ. taeda· δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων Ἰλ. Σ. 492· δαΐδας [[μετὰ]] χερσὶν ἔχοντας Ὀδ. Η. 101· δᾷδες =λαμπάδες Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 7· ἀραμένη δαΐδας Συλλ. Ἐπιγρ. 2388. 8· ἔλαχον μυστιπόλους δ., περὶ δᾳδούχου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 822. 8· καθ’ ἑνικ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1494, Ἀντιφ. Σκυθ. 1, Ἀδήλ. 29. –μεταφ., ἐπὶ τὴν δᾷδα προελθεῖν, [[ἔρχομαι]] εἰς τὸν ἐπικήδειον πυρσόν, δηλ. εἰς τὸ [[τέλος]] τῆς ζωῆς, Πλούτ. 2. 789A (ὡς ὁ Propert. 4. 12, 46, viximus insignes inter utramque facem). 2) περιληπτικὸν [[ὄνομα]], [[δᾳδίον]], [[ξύλον]] ἐκ πεύκης, ἐξ οὗ ἐγίνοντο οἱ πυρσοί, Θουκ. 7. 53, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 23, Ἀριστ. π. Χρωμ 1, 11. 3) [[νόσος]] τις τῶν δένδρων, ὡς τὸ Λάτ. taeda, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 9, 5· πρβλ. [[ἐνδᾳδόομαι]]. | |lstext='''δαΐς''': δαΐδος, Ἀττ. συνῃρ. δᾷς, δᾳδός, ἡ· ([[δαίω]] Α, [[ἀνάπτω]], [[καίω]])· -δαυλός, πυρσὸς ἐκ δᾳδίου, Λατ. taeda· δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων Ἰλ. Σ. 492· δαΐδας [[μετὰ]] χερσὶν ἔχοντας Ὀδ. Η. 101· δᾷδες =λαμπάδες Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 7· ἀραμένη δαΐδας Συλλ. Ἐπιγρ. 2388. 8· ἔλαχον μυστιπόλους δ., περὶ δᾳδούχου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 822. 8· καθ’ ἑνικ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1494, Ἀντιφ. Σκυθ. 1, Ἀδήλ. 29. –μεταφ., ἐπὶ τὴν δᾷδα προελθεῖν, [[ἔρχομαι]] εἰς τὸν ἐπικήδειον πυρσόν, δηλ. εἰς τὸ [[τέλος]] τῆς ζωῆς, Πλούτ. 2. 789A (ὡς ὁ Propert. 4. 12, 46, viximus insignes inter utramque facem). 2) περιληπτικὸν [[ὄνομα]], [[δᾳδίον]], [[ξύλον]] ἐκ πεύκης, ἐξ οὗ ἐγίνοντο οἱ πυρσοί, Θουκ. 7. 53, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 23, Ἀριστ. π. Χρωμ 1, 11. 3) [[νόσος]] τις τῶν δένδρων, ὡς τὸ Λάτ. taeda, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 9, 5· πρβλ. [[ἐνδᾳδόομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=δαΐδος ; <i>par contr. att.</i> [[δᾴς]], [[δᾳδός]] (ἡ) :<br /><b>1</b> torche en bois résineux : ἐπὶ τὴν δᾷδα προελθεῖν PLUT en être arrivé à la torche (funéraire), <i>càd</i> au terme de la vie;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> bois résineux, bois de pin.<br />'''Étymologie:''' [[δαίω]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
δαΐδος, Att. contr. δᾴς, δᾳδός, ἡ: (δαίω Α):—
A fire-brand, pinetorch, δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων Il.18.492; δαΐδας μετὰ χερσὶν ἔχοντες Od.7.101; δᾷδες, = λαμπάδες, Philyll.29; ἀραμένη δαΐδας IG12(5).229.8; ἔλαχεν μυστιπόλους δ, of a δᾳδοῦχος, ib.3.172: in sg., Ar.Nu. 1494, Antiph.199,272: collective in sg., metaph., ἐπὶ τὴν δᾷδα προελθεῖν to come to the funeral-torch. i.e. end of life, Plu.2.789a. 2 as collective noun, pine-wood, such as torches were made of, SIG 57.32 (Milet., V B.C.), Ar.Nu.612, Th.7.53, X.Cyr.7.5.23, Arist. Col. 791b24, Supp.Epigr.1.329.24. 3 a disease in pines, resin-glut, Thphr.HP3.9.5. 4 = δαδίον 2, Hp Mul.2.133.
German (Pape)
[Seite 515] ίδος, ἡ (δαίω), zsgz. δᾴς, w. m. s., 1) Feuerbrand, Kienfackel, Homer δαίδων Iliad. 18, 492 Odyss. 18, 354. 19, 48. 23, 290, δαΐδας Odyss. 1, 428. 434. 2, 105. 7, 101. 18, 310. 19, 150. 24, 140. – Hes. Sc. 275. – 2) δαΐ, dativ., = Schlacht, Kampf: Homer ἐν δαῒ λυγρῇ Versende Iliad. 13, 286. 24, 739, ἐν δαῒλευγαλέῃ Iliad. 14, 387, δαῒκταμένων αἰζηῶν Versende (var. lect. δαϊκταμένων) Iliad. 21, 146. 301, vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 21, 301. – Hes. Th. 650; Aesch. Spt. 926 u. Sp. D., wie Theocr. 22, 79; den acc. δαΐν hat Callim. frg. 243, Theaet. 3 (Plan. 233). – Ueber den Accent vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 11, 677. 14, 387. – Für δαΐς »Fackel« steht die Ableitung von δαίω »brennen« fest; δαΐ »Schlacht« kann einen andern Ursprung haben, obschon Homer allerdings μάχη πόλεμός τε δέδηεν u. Aehnliches sagt.
Greek (Liddell-Scott)
δαΐς: δαΐδος, Ἀττ. συνῃρ. δᾷς, δᾳδός, ἡ· (δαίω Α, ἀνάπτω, καίω)· -δαυλός, πυρσὸς ἐκ δᾳδίου, Λατ. taeda· δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων Ἰλ. Σ. 492· δαΐδας μετὰ χερσὶν ἔχοντας Ὀδ. Η. 101· δᾷδες =λαμπάδες Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 7· ἀραμένη δαΐδας Συλλ. Ἐπιγρ. 2388. 8· ἔλαχον μυστιπόλους δ., περὶ δᾳδούχου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 822. 8· καθ’ ἑνικ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1494, Ἀντιφ. Σκυθ. 1, Ἀδήλ. 29. –μεταφ., ἐπὶ τὴν δᾷδα προελθεῖν, ἔρχομαι εἰς τὸν ἐπικήδειον πυρσόν, δηλ. εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς, Πλούτ. 2. 789A (ὡς ὁ Propert. 4. 12, 46, viximus insignes inter utramque facem). 2) περιληπτικὸν ὄνομα, δᾳδίον, ξύλον ἐκ πεύκης, ἐξ οὗ ἐγίνοντο οἱ πυρσοί, Θουκ. 7. 53, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 23, Ἀριστ. π. Χρωμ 1, 11. 3) νόσος τις τῶν δένδρων, ὡς τὸ Λάτ. taeda, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 9, 5· πρβλ. ἐνδᾳδόομαι.
French (Bailly abrégé)
δαΐδος ; par contr. att. δᾴς, δᾳδός (ἡ) :
1 torche en bois résineux : ἐπὶ τὴν δᾷδα προελθεῖν PLUT en être arrivé à la torche (funéraire), càd au terme de la vie;
2 p. ext. bois résineux, bois de pin.
Étymologie: δαίω².