διαγορεύω: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διᾰγορεύω''': (πρβλ. [[ἀγορεύω]], [[διεῖπον]]) ὁμιλῶ φανερῶς, καθαρά, [[διακηρύττω]], Ἡρόδ. 7. 38, καὶ [[συχνάκις]] παρὰ μεταγενεστέροις πεζοῖς, βεβαιώνω, Διον. Ἁλ. 1. 78· δίδω διαταγάς, τινί, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Γράχ. 16. -Παθ., διακηρύττομαι ἢ βεβαιοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 757A. ΙΙ. διηγοῦμαι ἐν λεπτομερείᾳ, Διον. Ἁλ. 11. 19. ΙΙΙ. ὁμιλῶ [[περί]] τινος, κακῶς δ. τινὰ Λουκ. Ἁλι. 26. | |lstext='''διᾰγορεύω''': (πρβλ. [[ἀγορεύω]], [[διεῖπον]]) ὁμιλῶ φανερῶς, καθαρά, [[διακηρύττω]], Ἡρόδ. 7. 38, καὶ [[συχνάκις]] παρὰ μεταγενεστέροις πεζοῖς, βεβαιώνω, Διον. Ἁλ. 1. 78· δίδω διαταγάς, τινί, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Γράχ. 16. -Παθ., διακηρύττομαι ἢ βεβαιοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 757A. ΙΙ. διηγοῦμαι ἐν λεπτομερείᾳ, Διον. Ἁλ. 11. 19. ΙΙΙ. ὁμιλῶ [[περί]] τινος, κακῶς δ. τινὰ Λουκ. Ἁλι. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> prescrire, ordonner ; δ. τινὶ [[μή]] et l’inf., défendre à qqn de;<br /><b>2</b> parler contre : [[κακῶς]] δ. τινα LUC dire du mal de qqn, parler mal de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀγορεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A declare, state explicitly, συγγραφῆς -ούσης PMagd.3.4 (iii B. C.); ὡς ὁ νόμος δ. LXX Su.61, cf. D.H.1.78(v. l.), Jul.Or.1.3d; give orders, command, Ph.1.437; τι Id.2.291: c. inf., Id.2.324, al.: τινί, c. inf., Plu.CG16; so μή . . forbid, App.BC1.54:—Pass., to be declared or established, Pl.Lg.757a; τὰ διηγορευμένα PTeb.105.30 (ii B. C.), PStrassb.115.6 (ii B.C.). II relate in detail, D.H.11.19. III speak of, κακῶς δ. τινά Luc.Pisc.26 (v.l.). IV = τὰ διάφορα καὶ οὐ τὰ αὐτὰ λέγειν, Is.Fr.18.
German (Pape)
[Seite 574] 1) deutlich u. bestimmt aussagen, Her. 7, 38; bestimmen, festsetzen, ἐν ἴσαις τιμαῖς διαγορευόμενοι Plat. Legg. VI, 757 a; in Gesetzen, D. Hal. 1, 78; App. B. C. 1, 54; διηγορευμένον ἐν τοῖς νόμοις Luc. Tyrann. 12; auch = befehlen, verbieten, Plut. Fab. M. 8, öfter. – 2) der Reihe nach durchsprechen, ὡς αἱ πλείους γνῶμαι διηγορεύθησαν Dion. Hal. 11, 19. – 3) τινὰ κακῶς δ., schmähen, Luc. Pisc. 26.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰγορεύω: (πρβλ. ἀγορεύω, διεῖπον) ὁμιλῶ φανερῶς, καθαρά, διακηρύττω, Ἡρόδ. 7. 38, καὶ συχνάκις παρὰ μεταγενεστέροις πεζοῖς, βεβαιώνω, Διον. Ἁλ. 1. 78· δίδω διαταγάς, τινί, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Γράχ. 16. -Παθ., διακηρύττομαι ἢ βεβαιοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 757A. ΙΙ. διηγοῦμαι ἐν λεπτομερείᾳ, Διον. Ἁλ. 11. 19. ΙΙΙ. ὁμιλῶ περί τινος, κακῶς δ. τινὰ Λουκ. Ἁλι. 26.
French (Bailly abrégé)
1 prescrire, ordonner ; δ. τινὶ μή et l’inf., défendre à qqn de;
2 parler contre : κακῶς δ. τινα LUC dire du mal de qqn, parler mal de qqn.
Étymologie: διά, ἀγορεύω.