δημόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δημόομαι''': Δωρ. δαμ-, μέσ., [[δημοσίᾳ]] [[ἀγορεύω]] [[ὅπως]] εὐχαριστήσω ἢ τέρψω τὸν δῆμον (πρβλ. [[δημοκοπέω]]), γλυκύ τι δαμωσόμεθα, θὰ δοκιμάσωμεν εὐχάριστόν τι, ἀγαπητὸν τῷ λαῷ ᾆσμα, Πίνδ. Ι. 8(7). 18· πρβλ. [[δήμωμα]]·- οὕτω, δημούμενον λέγειν, ὁμιλῶ θηρεύων τὴν εὔνοιαν τοῦ λαοῦ, ad captandum, Πλάτ. Θεαιτ. 161Ε. ΙΙ. εἶμαι [[δημοσίᾳ]] γνωστὸς, Δίων Κ.παρὰ Ζωναρ.
|lstext='''δημόομαι''': Δωρ. δαμ-, μέσ., [[δημοσίᾳ]] [[ἀγορεύω]] [[ὅπως]] εὐχαριστήσω ἢ τέρψω τὸν δῆμον (πρβλ. [[δημοκοπέω]]), γλυκύ τι δαμωσόμεθα, θὰ δοκιμάσωμεν εὐχάριστόν τι, ἀγαπητὸν τῷ λαῷ ᾆσμα, Πίνδ. Ι. 8(7). 18· πρβλ. [[δήμωμα]]·- οὕτω, δημούμενον λέγειν, ὁμιλῶ θηρεύων τὴν εὔνοιαν τοῦ λαοῦ, ad captandum, Πλάτ. Θεαιτ. 161Ε. ΙΙ. εἶμαι [[δημοσίᾳ]] γνωστὸς, Δίων Κ.παρὰ Ζωναρ.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />capter la faveur populaire, flatter le peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημόομαι Medium diacritics: δημόομαι Low diacritics: δημόομαι Capitals: ΔΗΜΟΟΜΑΙ
Transliteration A: dēmóomai Transliteration B: dēmoomai Transliteration C: dimoomai Beta Code: dhmo/omai

English (LSJ)

Dor. δαμ-,

   A sing a popular song (cf. δάμωμα), γλυκύ τι δαμωσόμεθα Pi.I.8(7).9; δημούμενον λέγειν talk ad captandum, Pl. Tht.161e; also δ. ἱερὰς ἐσθῆτας display, Jul.Ep.89b (s. v. l.).    II Pass., to be made public, D.C.53.19,Fr.57.80.

German (Pape)

[Seite 563] = δημοκοπεῖν, Suid.; übh. scherzen, spaßen, Pind. I. 7, 8; Plat. Theaet. 161 e; vgl. Ruhnk. Tim. p. 78.

Greek (Liddell-Scott)

δημόομαι: Δωρ. δαμ-, μέσ., δημοσίᾳ ἀγορεύω ὅπως εὐχαριστήσω ἢ τέρψω τὸν δῆμον (πρβλ. δημοκοπέω), γλυκύ τι δαμωσόμεθα, θὰ δοκιμάσωμεν εὐχάριστόν τι, ἀγαπητὸν τῷ λαῷ ᾆσμα, Πίνδ. Ι. 8(7). 18· πρβλ. δήμωμα·- οὕτω, δημούμενον λέγειν, ὁμιλῶ θηρεύων τὴν εὔνοιαν τοῦ λαοῦ, ad captandum, Πλάτ. Θεαιτ. 161Ε. ΙΙ. εἶμαι δημοσίᾳ γνωστὸς, Δίων Κ.παρὰ Ζωναρ.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
capter la faveur populaire, flatter le peuple.
Étymologie: δῆμος.