διανομή: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διανομή''': ἡ, διαμοίρασις, Πλάτ. Πολ. 535Α, Νόμ. 714Α, κτλ.· παλαιὰς διανομὰς καταφθίσας Αἰσχύλ. Εὐμ. 727 (ὡς ἀναγινώσκεται ἐν τῷ Σχολ. Εὐρ. Ἀλκ. 12 ἀντὶ δαίμονας)· ἰδίως ἐπὶ μικρῶν βοηθειῶν διανεμομένων εἰς πένητας πολίτας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2336 (ἴδε προσθήκ.), 2347k (προσθήκ.), 2719 κ. ἀλλ. ΙΙ. [[διοίκησις]], Πλούτ. 2. 102Ε.
|lstext='''διανομή''': ἡ, διαμοίρασις, Πλάτ. Πολ. 535Α, Νόμ. 714Α, κτλ.· παλαιὰς διανομὰς καταφθίσας Αἰσχύλ. Εὐμ. 727 (ὡς ἀναγινώσκεται ἐν τῷ Σχολ. Εὐρ. Ἀλκ. 12 ἀντὶ δαίμονας)· ἰδίως ἐπὶ μικρῶν βοηθειῶν διανεμομένων εἰς πένητας πολίτας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2336 (ἴδε προσθήκ.), 2347k (προσθήκ.), 2719 κ. ἀλλ. ΙΙ. [[διοίκησις]], Πλούτ. 2. 102Ε.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> distribution, partage;<br /><b>2</b> direction.<br />'''Étymologie:''' [[διανέμω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανομή Medium diacritics: διανομή Low diacritics: διανομή Capitals: ΔΙΑΝΟΜΗ
Transliteration A: dianomḗ Transliteration B: dianomē Transliteration C: dianomi Beta Code: dianomh/

English (LSJ)

ἡ,

   A distribution, Pl.R.535a, Arist.Pol.1329b41, etc.; παλαιὰς δ. καταφθίσας A.Eu.727; μισθῶν διανομαί Plu.Per.9; esp. of doles or largess, IG12(5).663.22 (Syros), 951.13 (Tenos), M.Ant. 1.16, Luc.Pisc.41, App.BC1.27.    2 division or factorization of numbers, Pl.Lg.747a,771c, al.    II regulation, τῇ δ. τῶν πραγμάτων ἕπεσθαι Plu.2.102e; τὴν τοῦ νοῦ δ. ἐπονομάζοντας νόμον Pl.Lg. 714a.

German (Pape)

[Seite 593] ἡ, 1) Vertheilung, Austheilung; Plat. Tim. 73 c; bes. Spende an das Volk, Plut. Pericl. 9 Coriol. 16. – 2) Verwaltung, Regierung; πραγμάτων Plut. Consol. ad Apoll. p. 318.

Greek (Liddell-Scott)

διανομή: ἡ, διαμοίρασις, Πλάτ. Πολ. 535Α, Νόμ. 714Α, κτλ.· παλαιὰς διανομὰς καταφθίσας Αἰσχύλ. Εὐμ. 727 (ὡς ἀναγινώσκεται ἐν τῷ Σχολ. Εὐρ. Ἀλκ. 12 ἀντὶ δαίμονας)· ἰδίως ἐπὶ μικρῶν βοηθειῶν διανεμομένων εἰς πένητας πολίτας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2336 (ἴδε προσθήκ.), 2347k (προσθήκ.), 2719 κ. ἀλλ. ΙΙ. διοίκησις, Πλούτ. 2. 102Ε.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 distribution, partage;
2 direction.
Étymologie: διανέμω.