διαμικρολογέομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαμῑκρολογέομαι''': μικρολόγως φέρομαι, [[πρός]] τινα Πλούτ. Σόλ. 30. | |lstext='''διαμῑκρολογέομαι''': μικρολόγως φέρομαι, [[πρός]] τινα Πλούτ. Σόλ. 30. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>impf. 3ᵉ sg.</i> διεμικρολογεῖτο;<br />opposer de petites raisons, chicaner.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μικρολογέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A deal grudgingly, πρός τινα Plu.Sol.30.
German (Pape)
[Seite 590] dep. med., sehr kleinlich sein, περί τινος πρός τινα, Plut. Sol. 30.
Greek (Liddell-Scott)
διαμῑκρολογέομαι: μικρολόγως φέρομαι, πρός τινα Πλούτ. Σόλ. 30.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
impf. 3ᵉ sg. διεμικρολογεῖτο;
opposer de petites raisons, chicaner.
Étymologie: διά, μικρολογέω.