γυρός: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γῡρός''': -ά, -όν, [[στρογγύλος]], γυρὸς ἐν ὤμοισι, ἔχων τοὺς ὤμους στρογγύλους, [[κυφός]], Ὀδ. Τ. 246· συχνὸν ἐν τῇ Ἀνθ. | |lstext='''γῡρός''': -ά, -όν, [[στρογγύλος]], γυρὸς ἐν ὤμοισι, ἔχων τοὺς ὤμους στρογγύλους, [[κυφός]], Ὀδ. Τ. 246· συχνὸν ἐν τῇ Ἀνθ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />arrondi, rond;<br /><i>Cp.</i> γυρότερος.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[γύαλον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A rounded, curved, crooked, γυρὸς ἐν ὤμοισι round- shouldered, Od.19.246, cf. D.H.14.10, Hymn.Is.29; κέρας, ἄγκιστρα, AP6.255 (Eryc.), 28 (Jul.); κόνις, of a tomb, ib.7.180 (Apollonid.); γ. πάλη, i.e. wrestling, Philostr.Gym.11: Comp. -ότερος Ael.NA4.34.
German (Pape)
[Seite 512] (entstanden aus γυαρός, verwandt γύης, γύαλον, γυῖα), gebogen, rund; Hom. einmal, Odyss. 19, 246 γυρὸς ἐν ὤμοισιν, rund in den Schultern, von runden Schultern, schwerlich tadelnd = bucklig; – sp. D.; γυρὰ νῶτα σφαίρας Synes. 1 (App. 92); γυρὰ χελιδὼν οἰκία πλάσσει Antip. Sid. 37 (X, 2); κέρας ταύρου Eryc. 3 (VI, 255); κόνις, Grabhügel, Apollonds. 29 (VII, 180); Ael. H. A. 14, 8 ὀδόντες; vgl. 4, 34.
Greek (Liddell-Scott)
γῡρός: -ά, -όν, στρογγύλος, γυρὸς ἐν ὤμοισι, ἔχων τοὺς ὤμους στρογγύλους, κυφός, Ὀδ. Τ. 246· συχνὸν ἐν τῇ Ἀνθ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
arrondi, rond;
Cp. γυρότερος.
Étymologie: DELG cf. γύαλον.