διαφωτίζω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαφωτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[φωτίζω]], φῶς χορηγῶ, Πλούτ. 2. 76Β· βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, διὰ τῆς βίας νὰ καθαρίσῃ τις τόπον τινά, Γαλλ. éclaircir, ὁ αὐτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20.
|lstext='''διαφωτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[φωτίζω]], φῶς χορηγῶ, Πλούτ. 2. 76Β· βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, διὰ τῆς βίας νὰ καθαρίσῃ τις τόπον τινά, Γαλλ. éclaircir, ὁ αὐτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαφωτίσω, <i>att.</i> διαφωτιῶ;<br /><b>1</b> éclairer, illuminer;<br /><b>2</b> éclaircir : βίᾳ διαφωτίσας τόπον PLUT ayant déblayé (<i>litt.</i> éclairci) la place par la force, s’étant fait jour à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[φωτίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφωτίζω Medium diacritics: διαφωτίζω Low diacritics: διαφωτίζω Capitals: ΔΙΑΦΩΤΙΖΩ
Transliteration A: diaphōtízō Transliteration B: diaphōtizō Transliteration C: diafotizo Beta Code: diafwti/zw

English (LSJ)

   A enlighten, τὴν ψυχήν Plu.2.76b; βίᾳ διαφωτίσαι τόπον clear a place by force, Id.Cat.Ma.20; throw light upon, νυκτερινὰς διατριβάς Luc.Icar.21: abs., dawn, LXXNe.8.3.

German (Pape)

[Seite 613] erleuchten, Luc. Icarom. 21; übertr., ψυχήν, aufklären, Plut. prof. virt. sent. p. 243; auch βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, d. i. mit Gewalt Platz nehmen, Plut. Cat. mai. 20.

Greek (Liddell-Scott)

διαφωτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, φωτίζω, φῶς χορηγῶ, Πλούτ. 2. 76Β· βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, διὰ τῆς βίας νὰ καθαρίσῃ τις τόπον τινά, Γαλλ. éclaircir, ὁ αὐτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20.

French (Bailly abrégé)

f. διαφωτίσω, att. διαφωτιῶ;
1 éclairer, illuminer;
2 éclaircir : βίᾳ διαφωτίσας τόπον PLUT ayant déblayé (litt. éclairci) la place par la force, s’étant fait jour à travers.
Étymologie: διά, φωτίζω.